-
1 δυσδιαχωρητος
2с трудом проходящий (через организм), т.е. неудобоваримый (sc. τροφή Arst.)
См. также в других словарях:
δυσδιαχώρητος — δυσδιαχώρητος, ον (Α) 1. δύσπεπτος 2. αυτός που διέρχεται με δυσκολία 3. δυσκοίλιος … Dictionary of Greek
δυσδιαχωρητότερον — δυσδιαχώρητος indigestible adverbial comp δυσδιαχώρητος indigestible masc acc comp sg δυσδιαχώρητος indigestible neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσδιαχώρητον — δυσδιαχώρητος indigestible masc/fem acc sg δυσδιαχώρητος indigestible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσδιαχωρητότεροι — δυσδιαχώρητος indigestible masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσδιαχώρητα — δυσδιαχώρητος indigestible neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσδιαχώρητοι — δυσδιαχώρητος indigestible masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσδιαχωρητοτέρα — δυσδιαχωρητοτέρᾱ , δυσδιαχώρητος indigestible fem nom/voc/acc comp dual δυσδιαχωρητοτέρᾱ , δυσδιαχώρητος indigestible fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)