Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

δυσδιαχώρητος

См. также в других словарях:

  • δυσδιαχώρητος — δυσδιαχώρητος, ον (Α) 1. δύσπεπτος 2. αυτός που διέρχεται με δυσκολία 3. δυσκοίλιος …   Dictionary of Greek

  • δυσδιαχωρητότερον — δυσδιαχώρητος indigestible adverbial comp δυσδιαχώρητος indigestible masc acc comp sg δυσδιαχώρητος indigestible neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσδιαχώρητον — δυσδιαχώρητος indigestible masc/fem acc sg δυσδιαχώρητος indigestible neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσδιαχωρητότεροι — δυσδιαχώρητος indigestible masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσδιαχώρητα — δυσδιαχώρητος indigestible neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσδιαχώρητοι — δυσδιαχώρητος indigestible masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσδιαχωρητοτέρα — δυσδιαχωρητοτέρᾱ , δυσδιαχώρητος indigestible fem nom/voc/acc comp dual δυσδιαχωρητοτέρᾱ , δυσδιαχώρητος indigestible fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»