Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(πραπίδων

См. также в других словарях:

  • πραπίδων — πραπίδες midriff fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαυλός — (I) δαυλός και δαῡλος, ον (Α) 1. πυκνός, δασύς («δαυλά γένεια», «...καλεῑσθαι τά δασέα ὑπὸ τῶν παλαιῶν δαῡλα») 2. φρ. «δαυλοὶ πραπίδων, δάσκιοί τε πόροι» σκοτεινές μηχανορραφίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Προτείνεται η αναγωγή της λ. σε IE *dns u …   Dictionary of Greek

  • προαπίδων — Α (κατά τον Ησύχ.) «φρενῶν, διανοιών». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. πρέπει να αναγνωστεί πραπίδων] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»