Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

προστάτην

См. также в других словарях:

  • προστάτην — προστά̱την , προίστημι set before aor ind act 3rd dual (doric) προστάτης one who stands before masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προστάτης — Αδενομυϊκό όργανο που ανήκει στο γεννητικό σύστημα του άνδρα· έχει σχήμα και διαστάσεις κάστανου, βρίσκετα κάτω από την ουροδόχο κύστη και περιβάλλει το αρχικό τμήμα της ουρήθρας. Οι αδένες του π. εκκρίνουν ένα γαλακτώδες υγρό, που έχει την… …   Dictionary of Greek

  • ВАРФОЛОМЕЙ — [арам. ; греч. Βαρθολομαῖος], ап. от 12 (см. ст. Апостолы) (пам. 22 апреля, 11 июня, 25 авг. и 30 июня в Соборе 12 апостолов). В Новом Завете В. упоминается только в 4 списках 12 учеников Иисуса Христа (Мф 10. 3; Мк 3. 18; Лк 6. 14; Деян 1. 13).… …   Православная энциклопедия

  • επιμέλεια — η (AM ἐπιμέλεια) [επιμελής] 1. φροντίδα, ενδιαφέρον, μέριμνα (α. «τὴν τοῡ ναυτικοῡ ἐπιμέλειαν», Θουκ. β. «τῆς πρὸς τοὺς θεοὺς ἐπιμελείας προστάτην ἐσόμενον», Δημοσθ.) 2. ζήλος, εργατικότητα («ἐδειξε μεγάλη επιμέλεια στη διάρκεια τής φετινής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»