-
1 ποικιλία
ποικιλίᾱ, ποικιλίαmarking with various colours: fem nom /voc /acc dualποικιλίᾱ, ποικιλίαmarking with various colours: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ποικιλίᾱ, ποικιλίαςfish: masc nom /voc /acc dualποικιλίαςfish: masc voc sgποικιλίᾱ, ποικιλίαςfish: masc voc sg (attic)ποικιλίᾱ, ποικιλίαςfish: masc gen sg (doric aeolic)ποικιλίαςfish: masc nom sg (epic)——————ποικιλίαι, ποικιλίαmarking with various colours: fem nom /voc plποικιλίᾱͅ, ποικιλίαmarking with various colours: fem dat sg (attic doric aeolic)ποικιλίαι, ποικιλίαςfish: masc nom /voc plποικιλίᾱͅ, ποικιλίαςfish: masc dat sg (attic doric aeolic) -
2 ποικιλία
ποικιλία, ἡ, das Buntsein durch Schnitz- oder Bildwerk, Stickerei; dah. übh. die Verzierung, auch Mannichfaltigkeit; στίλβειν ἐν τῇ τῶν ἄλλων χρωμάτων ποικιλίᾳ, Plat. Phaed. 110, d; τῇ περὶ τὸν οὐρανὸν ποικιλίᾳ, Rep. VII, 529, d. ὄψων, III, 404 d; λύρας, Legg. VII. 812 d. Plat. verbindet ὑφαντικὴ καὶ ποικιλία (Stickerei) καὶ οἰκοδομία. Rep. III, 401 a (vgl. ποικιλία τοῦ ῥαφιδευτοῠ, LXX.); καὶ ζωγραφία, II, 373 a; γρα φαὶ ποικιλίαι, Xen. Mem. 3, 8, 10; ποικιλίαις κοσμεῖν λόγον, Isocr. 5, 27; u. so vom Schmucke der Rede übertr., gew. in tadelndem Sinne, Dem. 29, 1 u. Sp.; auch übertr., Geistesgewandtheit, Schlauheit, Pol. 24, 2, 2. – Mannichfaltigkeit, Wechsel, πραγμάτων, Pol. 9, 22, 10.
-
3 ποικιλια
ἥ1) расшивание узорами, вышивание(ὑφαντικέ καὴ π. Plat.)
2) pl. шитые узоры, вышивки(γραφαὴ καὴ ποικιλίαι Xen.)
3) пестрота(ἐν τῷ δέρματι Arst.)
4) разнообразие(χρωμάτων, ὄψων Plat.)
5) изменчивость, непостоянство(πραγμάτων Polyb.)
6) изворотливость, хитрость(πραπίδων Eur.)
-
4 ποικιλία
ποικιλία, ἡ, das Buntsein durch Schnitz- oder Bildwerk, Stickerei; dah. übh. die Verzierung, auch Mannigfaltigkeit; vom Schmucke der Rede übertr., gew. in tadelndem Sinne; übertr., Geistesgewandtheit, Schlauheit, Mannigfaltigkeit, Wechsel -
5 ποικιλία
ποικιλία, ας, ἡ (ποικιλός; Pla., X. et al.; ins, PTebt 703, 93 [III B.C.]; LXX; EpArist 56; Philo, Tat.) state of variations in aspect, many-colored appearance, variety, diversity τῶν ὀρέων ἡ π. Hs 9, 18, 5. Pl. (Isocr. 5, 27) αἱ ποικιλίαι τοῦ νοὸς τῶν ἐθνῶν the diversity of mental attitudes among the nations 9, 17, 2. αἱ ποικιλίαι τῶν λίθων the various appearances of the stones 9, 6, 4.—DELG s.v. ποικίλος. -
6 ποικιλία
-
7 ποικιλίᾳ
Βλ. λ. ποικιλία -
8 ποικιλία
[пикилиа] ουσ. Θ. разнообразие, пестрота,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ποικιλία
-
9 ποικιλία
-ας + ἡ N 1 3-2-1-0-5=11 Ex 27,16; 35,35; 36,15(39,8); Jgs 5,30embroidery Ex 27,16; variety, diversity Jgs 5,30Cf. LE BOULLUEC 1989 279.355; WEVERS 1990, 591 -
10 ποικιλία
[пикилиа] ουσ θ разнообразие, пестрота. -
11 ποικιλία
ποικῐλ-ία, ἡ,A marking with various colours, embroidering, Pl.R. 373a, 401a, cf. IG 12.338.24,48; tapestry, weaving, PTeb.703.93.2 in pl., pieces of embroidery,γραφαὶ καὶ π. X.Mem.3.8.10
.2 varied aspect, diversity,γινομένης π. ἐπὶ τῶν νοσημάτων Hp.Epid.1.8
; of the stars,ἡ περὶ τὸν οὐρανὸν π. Pl.R. 529d
;π. χρωμάτων Id.Phd. 110d
;Σικελικὴν π. ὄψου Id.R. 404d
;ἔστι περὶ τὴν ἐργασίαν [τῶν μελιττῶν].. πολλὴ π. Arist.HA 623b26
, cf. 539a3;πραγμάτων Plb.9.22.10
;τῆς πολιτείας Id.6.3.3
.3 in literary style, music, etc., variety, intricacy, ornamentation,αἱ περὶ τὴν λέξιν π. Isoc.5.27
, cf. D.H.Comp. 11,al.;ἡ π. τῆς λύρας Pl.Lg. 812d
; opp. μονῳδία, Plu.2.7b.4 versatility, subtlety, mostly in bad sense,π. πραπίδων E.Fr.27
(lyr.); : in Surgery,οὔτετομὴ οὔτε καῦσις οὔτε ἄλλη π. Hp.Art.62
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποικιλία
-
12 ποικιλία
çeşit, çeşitlilik, farklılık -
13 ποικιλία
1) diversité2) variété -
14 ποικιλία
1) odmiana (f) rzecz.2) rozmaitość (f) rzecz.3) różnorodność (f) rzecz.4) urozmaicenie (n) rzecz. -
15 ποικιλία
1) mnohotvárnost2) odrůda3) rozličnost4) rozmanitost5) různost6) varieta -
16 ποικιλία
1) diversity2) potpourri3) varietyΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ποικιλία
-
17 diversité
ποικιλία -
18 mnohotvárnost
ποικιλία -
19 odrůda
ποικιλία -
20 rozličnost
ποικιλία
См. также в других словарях:
ποικιλία — ποικιλίᾱ , ποικιλία marking with various colours fem nom/voc/acc dual ποικιλίᾱ , ποικιλία marking with various colours fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ποικιλίᾱ , ποικιλίας fish masc nom/voc/acc dual ποικιλίας fish masc voc sg ποικιλίᾱ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλία — Όρος που χρησιμοποιείται στη γεωπονία, για να χαρακτηρίσει ένα άθροισμα ατόμων, τα οποία διαφέρουν από τα υπόλοιπα άτομα του ίδιου είδους, ως προς ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά. Βοτανικώς αποτελεί υποδιαίρεση του είδους. Από όλες τις π. και… … Dictionary of Greek
ποικιλίᾳ — ποικιλίαι , ποικιλία marking with various colours fem nom/voc pl ποικιλίᾱͅ , ποικιλία marking with various colours fem dat sg (attic doric aeolic) ποικιλίαι , ποικιλίας fish masc nom/voc pl ποικιλίᾱͅ , ποικιλίας fish masc dat sg (attic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλία — η 1. η διαφορά ανάμεσα σε πολλά πράγματα: Ποικιλία φαγητών. 2. ξεχωριστό είδος: Φέτος σπείραμε μια νέα ποικιλία σιταριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἡ ποικιλία τερπνόν. — См. Свой хлеб приедчив … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ποικιλίας — ποικιλίᾱς , ποικιλία marking with various colours fem acc pl ποικιλίᾱς , ποικιλία marking with various colours fem gen sg (attic doric aeolic) ποικιλίᾱς , ποικιλίας fish masc acc pl ποικιλίᾱς , ποικιλίας fish masc nom sg (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλίαι — ποικιλία marking with various colours fem nom/voc pl ποικιλίᾱͅ , ποικιλία marking with various colours fem dat sg (attic doric aeolic) ποικιλίας fish masc nom/voc pl ποικιλίᾱͅ , ποικιλίας fish masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σουλτανίνα — Ποικιλία αμπελιού (οικογένεια Αμπελίδες, δικοτυλήδονα), που καλλιεργείται για την παραγωγή εκλεκτής ποιότητας επιτραπέζιων σταφυλιών και ξερών σταφίδων. Καλλιεργείται στην Τουρκία, Περσία, Αμερική (Καλιφόρνια), Αυστραλία και στην Ελλάδα, με… … Dictionary of Greek
ποικιλίαν — ποικιλίᾱν , ποικιλία marking with various colours fem acc sg (attic doric aeolic) ποικιλίᾱν , ποικιλίας fish masc acc sg (attic epic doric aeolic) ποικιλίας fish masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθρακίτης — Ποικιλία ορυκτού άνθρακα. Έχει μαύρο γυαλιστερό χρώμα και βρίσκεται μέσα σε πολύ παλαιά πετρώματα του παλαιοζωικού αιώνα. Καίγεται με φλόγα αδύνατη, παράγει ελάχιστα πτητικά προϊόντα (καπνιά) και αναπτύσσει κατά μέσο όρο 8.500 θερμίδες. Η μεγάλη… … Dictionary of Greek
δουνίτης — Ποικιλία πετρώματος της οικογένειας των περιδοτιτών. Οι δ. περιέχουν 40 42% διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), 9 12% οξείδιο του σιδήρου (FeO) και 45 47% μαγνησία (MgO). Ο ιστός τους είναι ακανόνιστα κοκκώδης. Συναντώνται ως μεγάλοι όγκοι και ως… … Dictionary of Greek