-
81 προσκομμα
-
82 πυρητοκος
-
83 πυριμαχος
-
84 πυρσοτοκος
-
85 πωρινος
-
86 σιδηριτις
-
87 σκορπιος
ὅ1) скорпион(Arst.; ἐν παντὴ σ. φρουρεῖ λίθῳ погов. Soph., см. λίθος)
κορώνη σκορπίον ἥρπασε погов. Anth. — схватила ворона скорпиона (ср. нашла коса на камень)2) морской скорпион ( род колючеперой рыбы) Arst.3) «скорпион» ( стрелометательная машина) Plut.4) созвездие Скорпиона Plut. -
88 σμαραγδος
(μᾰ) ἥ(Her. σ. λίθος) смарагд (не изумруд, а зеленый минерал, вроде берилла, малахита или яшмы) Her., Plat.
-
89 σμικρος...
σμικρός...μικρός, σμῑκρόςдор.-беот. μικκός 3(compar. μικρότερος - чаще μείων, μειότερος и ἐλάσσων; superl. μικρότατος - чаще μεῖστος, μειότατος и ἐλάχιστος)1) малый, маленький, небольшой(ὄρνις Hom.; ἄστεα Her.)
σ. δέμας Hom. — малорослый;σ. λίθος μέγα κῦμ΄ ἀποέργει погов. Hom. — маленький камень сдерживает большую волну;σ. δ΄ ὁρᾶν Arph. — маленький на вид2) немногочисленный, скудный, небольшой(ἔλαιον, ἀργύριον Xen.)
σμιχρὸν ἐπὴ σμικρῷ καταθεῖναι Hes. — накапливать мало-помалу3) слабый, маловажный(ἔγκλημα Soph.)
ἐκ σμικροῦ λόγου Soph. — по ничтожному поводу;ἐν σμικρῷ ποιεῖσθαι Soph. и ἐν μικρῷ προσλαμβάνεσθαι Polyb. — не придавать большого значения;σμικρότατος τέν δύναμιν Plat. — самый незначительный4) непродолжительный, короткий(ἐν μικρῷ, sc. χρόνῳ Pind., Eur.). - см. тж. μικρόν, μικροῦ, μικρῷ
-
90 στατος
-
91 στηλιτης
1) имеющий вид столба(λίθος Luc.)
2) записанный на столбе, т.е. чье имя пригвождено к позорному столбу Isocr., Dem.σ. γεγονώς Arst. — записанный на позорном столбе
-
92 Συηνιτης
-
93 ταφιος
-
94 τετραινω
(aor. ἐτέτρηνα - эп. τέτρηνα, поздн. ἐτέτρανα)1) прокалывать(τένοντε ποδῶν Hom.)
2) просверливать(τι τερέτρῳ Hom.; λίθος τετρημένος Her.)
αὐλὸς τετρανθείς Anth. — свирель с отверстиями;χάσμα τετρημένον διά τινος Plat. — отверстие, проходящее сквозь что-л. -
95 τιμιος
1) почитаемый, уважаемый, почтенный(ἀνήρ Aesch.)
πασῶν τιμιωτάτη πόλις Soph. — наиболее чтимый из городов2) высоко ценимый, (драго)ценный(κτῆμα Soph.; λίθος NT.)
3) почетный(ἕδρα Aesch.; δῶρα Xen.)
4) дорогой Her. -
96 τραχυς
1) шероховатый, шершавый(λίθος Hom.; σῶμα Xen.)
2) колючий, острый(ἄκανθαι Plut.)
3) жесткий(χαλινός Xen.)
4) обрывистый(ἀκτή Hom.)
5) скалистый, каменистый, неровный(Ἰθάκη Hom.; γῆ Her.; ὁδός Plat.)
6) косматый, обросший шерстью(Πάν Plat.)
7) грубый, низкий(φωνή Plat.)
τῇ φωνῇ τ. Xen. — с грубым голосом8) жестокий(ὑσμίνη Hes.)
9) мучительный, тяжелый(νοσήματα Plat.)
10) бурливый, бурный(ποταμός Xen.)
11) душный, удушливый(ἀήρ Plut.)
12) суровый, строгий(δικαστής Aesch.; νόμοι Plat.)
13) неистовый, необузданный(ὀργή Eur.)
14) бедственный, тяжелый15) неотделанный, неуклюжий(στίχος Plut.)
-
97 τρηματοεις
-
98 τρητος
-
99 τριακονταμναιος
-
100 υπαιωρεω
См. также в других словарях:
λίθος — stone masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek
λίθος — ο 1. πέτρα: Ο δρόμος ήταν γεμάτος λίθους. 2. πολύτιμη πέτρα: Ασχολείται με εμπόριο πολύτιμων λίθων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λίθος κυλιόμενος φῦκος οὐ ποιεῖ. — См. Камень лежа мохом обростает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Λίθος, οὐκ ἄνθρωπός ἐστι. — См. Камень … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Λίθος — μήτε ὧτα μήτ’ ἐγκέφαλον ἔχων. — См. Камень … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κογχυλιάτης λίθος — Ασβεστολιθικό πέτρωμα θαλάσσιας φάσης το οποίο αποτελείται από κελύφη κυρίως μαλακίων (ελασματοβραγχίων και γαστεροπόδων), τα οποία έχουν συγκολληθεί ισχυρά με ορυκτή κόλλα ασβεστίτη. Η όψη του είναι πολύ πορώδης, ενώ, εξεταζόμενος μακροσκοπικά,… … Dictionary of Greek
ατράγιος λίθος — Είδος πολύχρωμου θεσσαλικού μαρμάρου μεγάλης σκληρότητας, από το οποίο κατασκευάστηκαν οι μονοκόμματες κολόνες της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Το μάρμαρο εξορύσσεται κοντά στο χωριό Χασάμπαλη, στον νομό Λαρίσης … Dictionary of Greek
κροκεάτης λίθος — Έκχυτο ηφαιστειακό πέτρωμα, της ομάδας των πορφυριτών. Τα κύρια ορυκτολογικά συστατικά του είναι πλαγιόκλαστο, μοσχοβίτης, αμφίβολοι και πυρόξενοι. Ο κ.λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα ως διακοσμητικό υλικό ανακτόρων, ναών, λουτρών κλπ.… … Dictionary of Greek
λυδία λίθος — Μαύρη και λεία πέτρα πυριτικής σύστασης. Χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα για τον έλεγχο της περιεκτικότητας σε χρυσό των κοσμημάτων ή άλλων αντικειμένων. Αποτελεί μια ποικιλία ίασπι, που βρισκόταν σε αφθονία στην αρχαία Λυδία, απ’ όπου προήλθε … Dictionary of Greek
Ναξία λίθος — Πολύ σκληρή πέτρα, που χρησιμοποιείτο ως ακονόπετρα. Αναφέρεται από πολλούς συγγραφείς και ιδιαίτερα από τον Πίνδαρο ως Ναξία ακόνα. Υποτίθεται πως η πέτρα αυτή υπήρχε στη νήσο Νάξο, αλλά αξιόπιστες πηγές αναφέρουν ότι προερχόταν από την αρχαία… … Dictionary of Greek