Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πρόσκομμα

См. также в других словарях:

  • πρόσκομμα — stumble neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσκομμα — όμματος, το, ΝΑ [προσκόπτω] 1. καθετί πάνω στο οποίο προσκρούει ή σκοντάφτει κανείς, εμπόδιο, κώλυμα (α. «η αντιπολίτευση προβάλλει προσκόμματα στο έργο τής κυβέρνησης» β. «καὶ οὐχ ὡς λίθου προσκόμματι συναντήσεσθε», ΠΔ.) αρχ. 1. εκκλ. αφορμή για …   Dictionary of Greek

  • πρόσκομμα — το, ατος εμπόδιο, κώλυμα, πρόφαση: Κατά την υπογραφή του συμβολαίου ο ένας έφερε προσκόμματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρόσκομμ' — πρόσκομμα , πρόσκομμα stumble neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκομμάτων — πρόσκομμα stumble neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκόμμασι — πρόσκομμα stumble neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκόμμασιν — πρόσκομμα stumble neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκόμματα — πρόσκομμα stumble neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκόμματι — πρόσκομμα stumble neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκόμματος — πρόσκομμα stumble neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκάνδαλο — Ημιορεινός οικισμός(222 κάτ., υψόμ. 160 μ.), στην επαρχία Σουλίου του νομού Θεσπρωτίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (27 τ. χλμ., 578 κάτ.), στην οποία ανήκουν και τα χωριά Μανδρότοπος (172 κάτ., υψόμ. 40 μ.) και Αγορά (184 κάτ., υψόμ. 220… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»