Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(λέβητας

См. также в других словарях:

  • λέβητας — ο (AM λέβης, ητος) μεγάλη μετάλλινη χύτρα για βράσιμο νερού ή για μαγείρεμα φαγητού, η οποία κατά τους αρχαίους χρόνους δινόταν και ως τιμητικό δώρο ή ως έπαθλο σε αγώνα, καζάνι, λεβέτι (α. «ὡς δὲ λέβης ζεῑ ἔνδον ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ», Ομ. Ιλ.… …   Dictionary of Greek

  • λέβητας — ο καζάνι, συσκευή που λειτουργεί με καύσιμα και παράγει ενέργεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λέβητας — λέβης kettle masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λέβητας ή καζάνι — Συσκευή για θέρμανση υγρών ή παραγωγή ατμών· συνήθως, θερμαινόμενο υλικό είναι το νερό (υδρολέβητες) ή παράγονται υδρατμοί (ατμολέβητες). Η απαιτούμενη θερμότητα προέρχεται κυρίως από καύση (άνθρακα, πετρελαίου, αερίων) ή από μετατροπή ηλεκτρικής …   Dictionary of Greek

  • καζάνι — το 1. οικιακός λέβητας, μεγάλη χύτρα από μέταλλο για βράσιμο νερού, λειώσιμο λίπους, μαγείρεμα φαγητού, αλλ. λεβέτι 2. τεχνολ. ατμολέβητας (α. «καζάνι βαποριού» β. «καζάνι ατμομηχανής») 3. φρ. α) «καζάνι τού ρακιού» αποστακτικός λέβητας,… …   Dictionary of Greek

  • τυρολέβητας — ο, Ν λέβητας που χρησιμοποιείται για την πήξη τού γάλακτος και την μετέπειτα κατεργασία τού τυροπήγματος, κν. τυροκάζανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + λέβητας] …   Dictionary of Greek

  • υδραυλωτός — ή, ό, Ν φρ. «υδραυλωτός λέβητας» τεχνολ. λέβητας με αυλούς στον οποίο θερμά αέρια κυκλοφορούν και περιβάλλουν τους αυλούς μέσα στους οποίους ρέει το προς θέρμανση νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + αυλωτός (< αυλός)] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Λευκωσίας (Κυπριακό) — Είναι το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο αρχαιολογικό μουσείο της Κύπρου. Χτίστηκε μεταξύ των ετών 1908 και 1924, για να στεγάσει τα ευρήματα των επίσημων ανασκαφών, που είχαν αρχίσει μόλις λίγα χρόνια πριν και βρίσκεται στη διεύθυνση Μουσείου 1,… …   Dictionary of Greek

  • LEBES et LEBETA — LEBES, et LEBETA ex Graeco λίβης, ὅτι λέιβεται ὕδωρ εἰς αὐτὸν, quod aqua ei infundatur nomen accepit. Virg. Aen. l. 3. v. 466. Dodonaeosque lebetas. Ubi ollas aereas interpretatur Serv. Proprie vas quodcumque, in quod aqua defunditur. Gloss.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… …   Dictionary of Greek

  • απόσταξη — Εργασία με την οποία μείγμα δύο ή περισσότερων υγρών διαχωρίζεται άμεσα στα συστατικά του, ή ένα υγρό καθαρίζεται από τις ξένες προσμείξεις, αφού υποβληθεί σε εξάτμιση και διαδοχική συμπύκνωση των παραγόμενων ατμών. Αν θερμάνουμε ένα μείγμα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»