-
1 λέβητας
λέβηςkettle: masc acc pl -
2 λέβητας
kazan -
3 λέβητας
chaudière -
4 γεμίζω
γεμίζω, anfüllen, vollpacken, befrachten, bes. Schiffe, τινός, womit, σποδοῦ λέβητας Aesch. Ag. 443; πλοῖα χρημάτων Xen. Hell. 6, 2, 14; Thuc. 7, 53; ναῦν σίτου Dem. 34, 36; ναῠς στρατιωτῶν Pol. 1, 18, 9; γεμίζειν ὕδωρ, ein Gefäß mit Wasser füllen, Paus. 3, 13, 2. – Pass., voll sein, befrachtet sein, γεγεμισμένης τῆς νεώς Dem. 34, 10; γεμισϑεὶς ποτὶ σέλμα γαστρὸς ἄκρας Eur. Cycl. 503; sp. D.; γεγέμισται πελάγευς ναῦς Lucill. 112 (XI, 247); vgl. Mel. 20 (XII, 89).
-
5 αἴθων
αἴθων, ωνος, brennend, Hom. αἴϑωνα σίδηρον Od. 1, 184 u. αἴϑωνι σιδήρῳ Il. 4, 485. 7, 473. 20, 372 als Versende, αἴϑωνας λέβητας Il. 9, 123. 265. 19, 244, αἴϑωνας τρίποδας Il. 24, 233, vom Glanz, funkelnd; ἵπποι αἴϑωνες μεγάλοι Il. 12. 97. 2, 839, Αἴϑων Pferdename Il. 8, 185, αἰετὸς αἴϑων Il. 15, 690, ταῠρον αἴϑωνα μεγάϑυμον ll. 16, 488, βόες αἴϑωνες μεγάλοι Od. 18, 372, αἴϑωνα λέοντα Il. 11, 548. λέοντ' αἴϑωνα Il. 18, 161. ( δαφοινὸν) δέρμα λέοντος αἴϑωνος μεγάλοιο Il. 10, 24. 178, entweder vom Glanz (der Farbe), oder von der feurigen Kraft; – σίδηρος Soph. Ai. 147; ἥλιος Pind. N. 7, 73, κεραυνός P. 3, 58. Von der Farbe des Fuchses Ol. 10. 20, des Rauches P. 1. 23; sp. D. λύκος, κύων, κίρκος; – ἀνήρ Hitzkopf Aesch. Spt. 430; Soph. Ai. 221 (v. l. αἴϑοψ), ὑβριστής Ai. 1067; Hermipp. bei Plut. Pericl. 33 αἴϑων Κλέων vgl. Alex. Ath. XI, 502 f; Plat. Rep. VIII, 559 d ϑῆρες αἴϑωνες καὶ δεινοί; λιμός Epigr. bei Aesch. 3, 184; Callim. Cer. 67 von Suid. ὁ βίαιος erkl.; αἴϑ ων λογισμός, eifriges Rechnen, bei Ath. VIII, 305 f.
-
6 ἄ-κολος
ἄ-κολος, ἡ (α euphon., κόλος verstümmelt), Bissen, ψωμός; Hom. einmal, Od. 1 7, 222 πτωχὸνὃς ϑλίψεται ὤμους, αἰτίζων ἀκόλους, οὐκ ἄορας οὐδὲ λέβητας; – ξηράς Maced. Paralip. 30 (VI, 176); τὰς ἀπύρους Leon. T. 45 (IX, 563); vgl. Strattis bei Ath. XIV, 622 a, wonach die Thebäer την ἔνϑεσιν ἄκολον nennen; Suid. hat das Sprichw. ἀκόλῳ οὐ σύκῳ τὰ χείλη βῦσαι.
-
7 ἄορος
ἄορος, τό, auch ἆορ [bei Hom. ist in den zweisylbigen Casus α kurz, in den dreisylbigen in der Arsis lang, ἄορι τύψας Il. 20, 462, in der Thesis kurz, ἄορι πλήξειε 10, 489; Hes. Sc. 221 ἆορ ἔκειτο, u. so Sp.; Hes. Th. 283 eine lange Sylbe], das Schwert, das am Wehrgehenk getragen wird (also von ἀείρω), gleichbedeutend mit ξίφος, vgl. Od. 8, 403 mit 406 u. 10, 294 mit 321; es war breit u. stark, denn Odysseus braucht es zum Graben einer Grube Od. 11, 24. Bei Callim. Del. 31 heißt der Dreizack ἄορ τριγλώχιν; Opp. Hal. 553 das Horn des Rhinoceros. – Od. 17, 222 αἰτίζων ἀκόλους, οὐκ ἄορας οὐδὲ λέβητας erkl. es einige für Weiber ( = ὄαρας), anderefür Dreifüße, es steht aber wohl für ἄορα s. Scholl.; Hesych. erkl. ἄορας ξίφη.
-
8 ἐκ-τίθημι
ἐκ-τίθημι (s. τίϑημι), 1) heraussetzen, stellen; Od. 23, 179; aussetzen, ans Land setzen, Soph. Phil. 5; ein Kind, Ar. Nubb. 530 u. Folgde; Sp., wie Paus. 1, 43, 7; auch im med., Hel.; ἐκτίϑεσϑαι λείαν εἰς Βιϑυνούς, von sich weggeben u. dorthin bringen, Plut. Alc. 29; auch ἀπόκρισιν, Pol. 24, 10, 14. – 2) aus-, zur Schau stellen; νόμον πρόσϑεν τῶν ἐπωνύμων Dem. 24, 18; oft bei Pol., ὑπόδειγμα, ἔκϑεμα, 15, 20, 5. 31, 10, 1; ἆϑλα, Preise aussetzen, 15, 9, 4, wie λέβητας Soph. frg. 68. Auch zum Verkauf, Dio Cass. – 3) auseinandersetzen, erzählen, Pol. 10, 9, 3; auch med., D. Sic. 12, 18; übh. festsetzen, bestimmen, Sp.; herausgeben, Gedichte u. Schriften, Sp.
-
9 ὑπο-καίω
-
10 γεμιζω
1) нагружать(ὁλκάδα κληματίδων Thuc.; πλοῖα χρημάτων Xen.; ναῦν ξύλων Dem. и στρατιωτῶν Polyb.; ἥ ναῦς γεγεμισμένη Dem.)
μέλισσαι γεμισθεῖσαι Arst. — нагруженные (добычей) пчелы2) наполнять(λέβητας σποδοῦ Aesch.)
γεμισθεὴς ποτὴ σέλμα γαστρὸς ἄκρας Eur. — наевшийся до отвала;οἶνον ὑπὸ φρένα γεμισθείς Anth. — полный мыслей о вине -
11 εκτιθημι
(fut. ἐκθήσω, aor. ἐξέθηκα)1) выставлять, ставить(λέχος Hom.)
2) выставлять ( для всеобщего обозрения), вывешивать(τὸν καινὸν νόμον Dem.)
3) бросать на произвол судьбы, подкидывать(παῖδα Her., Eur., Arph.)
θηρσὴν ἐκτηθείς Eur. — брошенный на растерзание зверям4) высаживать ( на берег)(τινά ἐπὴ τέν γῆν Plut.)
5) выставлять, объявлять ( в качестве приза)(λέβητας Soph.; ἆθλα Polyb.)
6) водружать7) med. представлять, отправлять(τέν λείαν πᾶσαν εἴς τινα Plut.)
8) ( в качестве примера) выставлять, приводить(ὅρους Arst.)
9) тж. med. представлять, излагать(τέν πρόθεσιν Arst.; τέν ἑαυτοῦ γνώμην Polyb.)
-
12 ὑποκαίω
V 0-0-3-2-1=6 Jer 1,13; Ez 24,5; Am 4,2; DnLXX 3,25.46A: to set fire underneath, to heat from below [τι] Ez 24,5 P: to be heated from underneath DnLXX 3,25*Am 4,2 εἰς λέβητας ὑποκαιομένους in boiling caldrons-דור בסירות דור? stack of logs in circles, pyre(cpr. Ez 24,5), and-סיר jar, caldron for MT דוגה בסירות fisher’s hook דוג to fish and סירה angle, hookCf. MARGOLIS, M. 1906b= 1972 69; →SCHLEUSNER -
13 γεμίζω
A fill full of, load, freight or charge with, prop. of a ship,τινός Th.7.53
, X.HG6.2.25, etc.; γεμίσας τὴν ναῦν ξύλων Test. ap.D.21.168;ναῦν σίτου D.34.36
;θηρίων τὰς ναῦς Plb.1.18.8
;τραπέζας θοίνης OGI383.146
([place name] Commagene); of animals, load,κτήνη PFay.117.14
(ii A. D.), cf.PTeb.419.17 (iii A. D.): c. dupl.acc., PFlor. 195.4 (iii A. D.); σποδοῦ γ. λέβητας charging them with ashes, A.Ag. 443; γεμίσω σε let me fill you, addressed to a cup, Theopomp.Com. 32; αὑτόν stuff, gorge, Men.Pk. 296; τὴν κοιλίαν ἀπό τινος v.l. in Ev.Luc.15.16:—[voice] Med., D.20.31;ἐγεμιζόμην ἀνθρωπείου τροφῆς Luc. Asin.46
:—[voice] Pass., metaph. of the Cyclops, E.Cyc. 505 (lyr.); of bees,γεμισθεῖσαι ἀποπέτονται Arist.HA 624b2
: c. gen., γ. ἀλαζονείας, εὐσεβείας, Ph.2.186, 357.II later, c. acc. rei, γεμίζειν ὕδωρ (sc. τὴν ὑδρίαν) to fill it full of water, Paus.3.13.3:—[voice] Pass., οἶνον, πῦρ γεμισθείς, AP12.85 (Mel.). -
14 κροτέω
II knock, strike,λέβητας Hdt.6.58
; ;τοῖς ἀγκῶσι τὰς πλευράς D.54.9
; τινα Plu.2.10d: sens. obsc., IG 12(7).414 (Amorgos, cf. ):—[voice] Pass., to be beaten byrain, Ael. NA16.17.2 clap in sign of applause, κ. τὰς χεῖρας, τὼ χεῖρε, Hdt. 2.60, X.Cyr.8.4.12;ταῖς χερσί Thphr.Char.19.10
: abs., applaud, X.Smp.9.4, D.21.226, etc.;ἐν θεάτρῳ Thphr.Char.11.3
: c.acc.,κ. τινά D.L.7.173
:—[voice] Pass., Arist.Po. 1456a10 (sed leg. κρατεῖσθαι), Pl. Ax. 368d, etc.;τέλειος ῥήτωρ καὶ κεκροτημένος Phld.Rh.2.128
S.; παρὰ Ὁμήρῳ κεκρότηται τὰ σώφρονα συμπόσια are commended, Ath.5.182a (sed leg. < συγ>κεκρ.).b also in sign of disapproval, Plu.2.533a.3 κ. ὀδόντας gnash the teeth, Archil.Supp.2.9.4 of a smith, hammer, weld together, Luc.Lex.9: metaph., in [voice] Pass., to be wrought,κεκρότηται χρυσέα κρηπίς Pi.Fr. 194
, cf. Lyc.888: hence ἐξ ἀπάτας κεκροτημένοι ἄνδρες one mass of trickery, Theoc.15.49; εὐθὺς τὸ πρῆγμα κροτείσθω 'strike while the iron is hot', AP10.20 ([place name] Adaeus).5 rattle, clash,χαλκώματα Plu.2.944b
: c. dat., κ. ὀστράκοις καὶ ψήφοις make a rattling noise with them, in order to collect a swarm of bees, Arist.HA 627a16;κ. κυμβάλοις Luc.Alex.9
; satirically, ἡ τοῖς ὀστράκοις κροτοῦσα [Μοῦσ' Εὐριπίδου] Ar.Ra. 1306, cf. Ael.NA2.11. -
15 ἄορ
A hanger or sword hung in a belt (cf. ἀορτήρ), Od.11.24; synon. with ξίφος, 10.294, cf. 321.—The masc. acc. pl.,οὐκ ἄορας οὐδὲ λέβητας 17.222
(cf. Hsch.), is prob. f.l. for ἄορά γ'; Eust.1818.5 and the Scholl. ad loc. expl. ἄορας as = ὄαρας, women given as prizes (cf. ἀόρων· γυναικῶν, Hsch.), or = τρίποδας.2 later, any weapon, the trident,Call.
Del.31; of the horn of the rhinoceros, Opp. C.2.553. [Hom. has [pron. full] ᾰ in dissyll. forms, as also Hes.Sc. 457, Call. Hec.1.1.1; in the trisyll. forms, [pron. full] ᾰ Od.17.222, al., [pron. full] ᾱ Il.10.484, al. In Hes.Sc. 221, and later Poets, [pron. full] ᾱ even in ἄορ, which must then be writtenἆορ. Hes.Th. 283
has ἄορ as monosyll., unless we read with Tricl. γένθ', ὁ δ' ἄορ χρύσειον...] -
16 ἐκτίθημι
ἐκτίθημι (inf.A- τιθεῖν IG7.235.41
), [tense] fut. - θήσω: [tense] pf. (ii B.C.):—set out, place outside,πυκινὸν λέχος Od.23.179
; expose on a desert island, S.Ph.5; expose a new-born child, Hdt.1.112, Ar.Nu. 531, etc.; :—so in [voice] Pass., τέθνηκε.. θηρσὶν ἐκτεθείς ib. 951; expose,ἑαυτὸν βέλεσι Polem.Cyn.7
:—[voice] Med., ἐκτίθεσθαι λείαν εἰς Βιθυνούς export it thither, Plu.Alc.29.2 exhibit publicly, post up, νόμους πρὸς τοὺς ἐπωνύμους Decr. ap. And.1.83, cf. Lex ap.D.24.23;ἔκθεμα PPetr.2p.44
(iii B.C.);ὀνόματα εἰς στοάν SIG577.28
(Milet., iii/ii B.C.):—[voice] Pass., ὅπως ἐκτεθῶσι [οἱ νόμοι] IG22.487.6, etc.III set forth, expound,τὴν πρόθεσιν Arist.Rh.Al. 1437b35
;κατὰ γένος Thphr.Char.Praef.3
:—also [voice] Med.,λόγους καθόλου Arist.Po. 1455b1
;τὴν ἑαυτῆς ἐρημίαν D.S.12.18
, etc.2 Philos., predicate separate existence of a thing, explain by means of abstraction, Arist.Metaph. 1086b10.IV [voice] Med., set forth, select particular instances of a rule, [ποιεῖν τὴν ἀπόδειξιν] τῶ ἐκθέσθαι Id.APr. 28a23
:—[voice] Pass., τὸ ἐκτεθέν ib. 30a11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκτίθημι
См. также в других словарях:
λέβητας — ο (AM λέβης, ητος) μεγάλη μετάλλινη χύτρα για βράσιμο νερού ή για μαγείρεμα φαγητού, η οποία κατά τους αρχαίους χρόνους δινόταν και ως τιμητικό δώρο ή ως έπαθλο σε αγώνα, καζάνι, λεβέτι (α. «ὡς δὲ λέβης ζεῑ ἔνδον ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ», Ομ. Ιλ.… … Dictionary of Greek
λέβητας — ο καζάνι, συσκευή που λειτουργεί με καύσιμα και παράγει ενέργεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λέβητας — λέβης kettle masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέβητας ή καζάνι — Συσκευή για θέρμανση υγρών ή παραγωγή ατμών· συνήθως, θερμαινόμενο υλικό είναι το νερό (υδρολέβητες) ή παράγονται υδρατμοί (ατμολέβητες). Η απαιτούμενη θερμότητα προέρχεται κυρίως από καύση (άνθρακα, πετρελαίου, αερίων) ή από μετατροπή ηλεκτρικής … Dictionary of Greek
καζάνι — το 1. οικιακός λέβητας, μεγάλη χύτρα από μέταλλο για βράσιμο νερού, λειώσιμο λίπους, μαγείρεμα φαγητού, αλλ. λεβέτι 2. τεχνολ. ατμολέβητας (α. «καζάνι βαποριού» β. «καζάνι ατμομηχανής») 3. φρ. α) «καζάνι τού ρακιού» αποστακτικός λέβητας,… … Dictionary of Greek
τυρολέβητας — ο, Ν λέβητας που χρησιμοποιείται για την πήξη τού γάλακτος και την μετέπειτα κατεργασία τού τυροπήγματος, κν. τυροκάζανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + λέβητας] … Dictionary of Greek
υδραυλωτός — ή, ό, Ν φρ. «υδραυλωτός λέβητας» τεχνολ. λέβητας με αυλούς στον οποίο θερμά αέρια κυκλοφορούν και περιβάλλουν τους αυλούς μέσα στους οποίους ρέει το προς θέρμανση νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + αυλωτός (< αυλός)] … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Λευκωσίας (Κυπριακό) — Είναι το μεγαλύτερο και σπουδαιότερο αρχαιολογικό μουσείο της Κύπρου. Χτίστηκε μεταξύ των ετών 1908 και 1924, για να στεγάσει τα ευρήματα των επίσημων ανασκαφών, που είχαν αρχίσει μόλις λίγα χρόνια πριν και βρίσκεται στη διεύθυνση Μουσείου 1,… … Dictionary of Greek
LEBES et LEBETA — LEBES, et LEBETA ex Graeco λίβης, ὅτι λέιβεται ὕδωρ εἰς αὐτὸν, quod aqua ei infundatur nomen accepit. Virg. Aen. l. 3. v. 466. Dodonaeosque lebetas. Ubi ollas aereas interpretatur Serv. Proprie vas quodcumque, in quod aqua defunditur. Gloss.… … Hofmann J. Lexicon universale
Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… … Dictionary of Greek
απόσταξη — Εργασία με την οποία μείγμα δύο ή περισσότερων υγρών διαχωρίζεται άμεσα στα συστατικά του, ή ένα υγρό καθαρίζεται από τις ξένες προσμείξεις, αφού υποβληθεί σε εξάτμιση και διαδοχική συμπύκνωση των παραγόμενων ατμών. Αν θερμάνουμε ένα μείγμα… … Dictionary of Greek