-
1 κιρκοί
κιρκόωhoop round: pres subj mp 2nd sgκιρκόωhoop round: pres ind mp 2nd sgκιρκόωhoop round: pres subj act 3rd sg -
2 κίρκοι
κίρκοςhawk: masc nom /voc pl -
3 κίρκος
κίρκος, ὁ, 1) eine Habicht- od. Falkenart, von den Kreisen benannt, die sie im Schweben beschreiben; ὅ τε σμικρῇσι φόνον φέρει ὀρνίϑεσσιν Il. 17, 757, vgl. 22, 139; sein Flug galt als vorbedeutend, daher er Ἀπόλλωνος ταχὺς ἄγγελος heißt, Od. 15, 526; auch ἴρηξ κίρκος verbunden, etwa der kreisende Habicht, 13, 87; Folgde; κίρκοι πελειῶν οὐ μακρὰν λελειμμένοι Aesch. Prom. 859; Pers. 203 Suppl. 221; Arist. H. A. 9, 1, 36. – 2) eine Wolfsart, Opp. Cyn. 3, 304. – 3) der Kreis, vgl. κρίκος, der rom. circus, Pol. 30, 13. – Phot. u. Hesych. erkl. es auch durch κωπηλάτης.
-
4 λείπω
λείπω (vgl. auch λιμπάνω), fut. λείψω, aor. ἔλιπον, λιπεῖν, – ἔλειψα nur bei Sp., vgl. Lob. zu Phryn. 713; B. A. 106 aus Arist. citirt, – perf. λέλοιπα, λέλειμμαι, ἔλειπτο, Ap. Rh. 1, 45; fut. pass. λελείψομαι, Il. 24, 742; aor. ἐλείφϑην ( linquo), ( λίπεν für ἐλίπησαν stand sonst Il. 16, 507, Bekk. richtig λίπον); – lassen, zurücklassen; οὐδέ τι λεῖπε βαϑείης ἔκτοσϑεν αὐλῆς Od. 9, 337, παιδὶ τὸν ἐν μεγάροισιν ἔλειπες 13, 403; bes. von Sterbenden, hinterlassen, Ἀτρεὺς δὲ ϑνήσκων ἔλιπε πολύαρνι Θυέστῃ (σκῆπτρον) Il. 2, 107, πατέρι δὲ γόον καὶ κήδεα λυγρὰ λεῖπε 5, 157; so bei folgdn Dichtern, παῖδα ὀρφανόν Soph. Ai. 638; u. in Prosa, ἐὰν ἄῤῥενας μὴ λείπῃ Plat. Legg. XI, 923 e; ϑυγατέρας 924 e u. sonst; – verlassen, ἐπειδὴ πρῶτα τομὴν ἐν ὄρεσσι λέλοιπεν Il. 1, 235, ὅτε πρῶτον λίπον Ἑλλάδα 9, 447; u. so Pind. λιπὼν νᾶσον, P. 4, 7; Tragg., πῶς πατρῷα δώματα λιπεῖν ἔτλητε Aesch. Suppl. 322; λεῖφ' ἕδρανα 832; τὴν αὑτοῦ φύσιν Soph. Phil. 891; in Prosa häufig; – bes. von Sterbenden, λείπειν φάος ἠελίοιο, Il. 18, 11, u. umgekehrt, τὸν δ' ἔλιπε ψυχή, τὸν μὲν λίπε ϑυμός, 4, 470. 5, 696; u. so Tragg., βίον λελοιπώς Soph. El. 1435; ἐν ἁλὶ κύμασί τε λέλοιπε βίοτον Eur. Hel. 226; ὑπό τινος, d. i. von Einem getödtet werden, Plat. Legg. IX, 872 e. – Auch von Dingen, τὸν οὔποτε κύματα λείπει Il. 2, 396. – Im Stich lassen, in der Gefahr verlassen, Il. 16, 368; φυγῇ τὴν πόλιν Plat. Legg. VI, 770 e; τὴν τάξιν Apol. 29 a; u. so Dem. u. A. – Aehnl. τὴν μαρτυρίαν, d. i. das Zeugniß nicht ablegen, welches man hat ablegen wollen, Dem. 49, 19; ἔλιπε τὸν ὅρκον καὶ οὐκ ὤμοσεν 59, 60. – Aus Vrbdgn wie λίπον ἰοὶ ἄνακτα, Od. 22, 119, die Pfeile verließen den König, d. i. sie gingen ihm aus, singen an ihm zu fehlen, wie deficere, entwickelt sich die intr. Bdtg fehlen, οὔ τί πω ἔλιπεν ἐκ τοῦδ' οἴκου πολύπονος αἰκία Soph. El. 505, u. ähnlich λείπει μὲν οὐδ' ἃ πρόσϑεν ᾔδεμεν τὸ μὴ οὐ βαρύστον' εἶναι, es fehlt Nichts daran, daß es nicht seufzerreich ist, O. R. 1232; vgl. βραχὺ λείπει τοῦ μὴ συνάπτειν αὐτῷ, Pol. 2, 14, 6. 10, 17, 12; aus Hom. rechnet man hierher ψυχὴ λέλοιπε, πάντα λέλοιπε, das Leben, Alles ist dahin, Od. 14, 134. 213, wo man aber dem sonstigen Gebrauche Homer's gemäß besser ὀστέα, με, ergänzt; τὸ κακοτυχὲς οὐ λέλοιπεν ἐκ τέκνων Eur. Herc. F. 133; οὔποτ' ἔρις λείψει κατ' ἀνϑρώπων πόλεις Mel. 1157; τὸν λιπόντα προαιρείσϑωσαν αἱ τέτταρες φυλαὶ ὅϑεν ἂν ἐκλίπῃ Plat. Legg. VI, 759 e, vgl. V, 728 a; öfter bei Pol. τὸ λεῖπον, das Fehlende, 4, 38, 9, τὰ λείποντα τοῦ βίου ἀναπληροῦν, 13, 2, 2; συνέβαινεν αὐτὸν οὐ πολὺ λείπειν τῶν ἐννενήκοντα ἐτῶν 12, 16, 13; μικρῷ λείπουσιν ἑπτακοσίοις σκάφεσιν ἐναυμάχησαν, mit beinahe siebenhundert Schiffen, woran nur wenig fehlte, wie sonst δεῖν construirt wird; Sp. – Pass. λείπομαι, zurück gelassen werden, zurückbleiben, übrigbleiben, οἱ δ' οἶοι λείπονται ἐπὶ πρώτῃσι ϑύρῃσι Od. 22, 250, τριτάτη δ' ἔτι μοῖρα λέλειπται, ist noch übrig, Il. 10, 453, εἴ τί τοι ἔγχος ἐνὶ κλισίῃσι λέλειπται 13, 256, ἐμοὶ δὲ μάλιστα λελείψεται ἄλγεα λυγρά 24, 742, wird übrig bleiben; so Eur. Or. 1039; Xen. An. 2, 4, 5; auch λείψομαι, Plat. Charm. 176 b; aber λειφϑήσομαι, eigtl. pass., Soph. Phil. 1071; so auch aor. med., αὐτὰρ ἐγὼ λιπόμην ἀκαχήμενος ἦτορ, ich blieb zurück; bes. nach Jem. Tode hinterbleiben, Hom., der es auch mit κατόπισϑε u. μετόπισϑε vrbdt, Il. 3, 160. 22, 334 Od. 9, 45, wie Plat. Rep. II, 363 d γένος κατόπισϑε λείπεσϑαι τοῦ ὁσίου sagt; στρατὸν δέχεσϑαι τὸν λελειμμένον δορός Aesch. Ag. 503; σοῦ λελειμμένη, von dir verlassen, ohne dich, Soph. Ant. 544; ἐμοὶ γὰρ οὐδ' ὃ πᾶσι λείπεται βροτοῖς, ξύνεστιν ἐλπίς Eur. Troad. 676; κτεάνων λειφϑεὶς καὶ φίλων Pind. I. 2, 11, ohne Freunde; in Prosa, αὐτόνομοι ἐλείφϑημεν, wir blieben frei, Thuc. 3, 11; ἡττηϑέντων δὲ αὐτῶν οὐδεὶς ἂν λειφϑείη, keiner dürfte wohl übrig bleiben, d. i. mit dem Leben davonkommen, Xen. An. 3, 1, 2; mehr medial zu fassen ἐλείποντο τῶν στρατιωτῶν οἱ διεφϑαρμένοι ὑπὸ τῆς χιόνος τοὺς ὀφϑαλμούς, sie blieben zurück, 4, 5, 12; οἱ λειπόμενοι, die Hinterbliebenen, Plat. Henez. 246 c; λείπεται περί τινος, es bleibt übrig, davon zu reden, Theaet. 157 e; so bes. häufig S. Emp. λείπεται (ἄρα, οὖν) λέγειν. – Bes. im Wettlaufe, Wettfahren zurückbleiben, Il. 23, 407. 409 Od. 8, 125; τινός, hinter Jem. im Laufe zurückbleiben, Il. 23, 523; λελειμμένος οἰῶν, hinter den Schaafen zurückgeblieben, Od. 9, 448; λείπετο Μενελάου δουρὸς ἐρωήν, er blieb hinter Menelaus eine Speerwurfsweite zurück, Il. 23, 529; eben so ἐς δίσκουρα λέλειπτο ib. 523; auch ἀπό τινος λείπεσϑαι, fern von ihm, getrennt von Einem bleiben, Il. 9, 437. 445, wie Soph. λείπου μηδὲ σὺ – ἀπ' οἴκων, Tr. 1265; vgl. Hermesianax bei Ath. XIII, 597 f; Her. 9, 66 u. öfter; auch von einer Unternehmung fern bleiben, sich davon ausschließen, keinen Theil daran nehmen, 7, 229. 8, 44. 9, 19; κίρκοι πελειῶν οὐ μακρὰν λελειμμένοι, nicht weit hinter ihnen zurückgeblieben, Aesch. Prom. 859; ὑστέρῳ ποδὶ ἐλειπόμεσϑα Eur. Hipp. 1244, öfter; εἶπον τοῦ κήρυκος μὴ λείπεσϑαι Thuc. 1, 131; ἕπεσϑε, κἂν λειφϑῆτε τῷ στίβῳ τῶν ἵππων ἕπεσϑε Xen. An. 7, 3, 43, wenn ihr nicht mitkommen könnt u. zurückbleibt; – dah. übh. Einem nach stehen, geringer, schwächer sein, unterliegen, μή σοι δοκοῦμεν τῇδε λειφϑῆναι μάχῃ; Aesch. Pers. 336; gew. τινός, λείπομαί σου γνώμῃ Eur. Suppl. 904, öfter; τῶν ὧν τέκνων λείποιτο πρὸς τόξου κρίσιν, er werde von ihnen in der Bogenkunde übertroffen, Soph. Tr. 265; auch ἦ πολὺ λέλειψαι τῶν ἐμῶν βουλευμάτων, Eur. Or. 1085; ὅκως μὴ λείψομαι τῶν πρότερον γενομένων ἐν τιμῇ τῇδε Her. 7, 8, 1; τὸ ναυτικὸν τὸ ἡμέτερον λεί ψεσϑαι τοῦ ἐκείνων 7, 48; καμήλους ταχυτῆτα οὐ λειπομένους ἵππων 7, 86; ξύνεσιν οὐδενός Thuc. 6, 72; δύναμις λειπομένη τῶν νῦν, geringer als, 1, 10; δεῖ τὰς ἐνϑάδε κολάσεις μηδὲν τῶν ἐν Αἵδου λείπεσϑαι, sie dürfen denen im Hades nicht nachstehen, nicht gelinder sein, Plat. Legg. IX, 881 b; πλήϑει ἡμῶν λειφϑέντες, an Zahl schwächer als wir, Xen. An. 7, 7, 31; Sp., λειπόμενοι μάχῃ Pol. 3, 85, 8; πολύ τι λειπόμενοι κατὰ τὴν ἐμπειρίαν 6, 52, 8. – Med., bes. aor. II., hinter sich zurücklassen, hinterlassen, οὔκουν τιμωροὺς ἐμοὺς χρῄζω λιπέσϑαι Eur. Herc. F. 169; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 955; öfter bei Her., μνημόσυνον τόδε ἐλίπετο, er ließ es als ein Andenken an sich zurück, 1, 186. 2, 136, vgl. 7, 24. 2, 134, wie μνημόσυνα λιπέσϑαι ἐς τὸν ἅπαντα ἀνϑρώπων βίον, 6, 109. So auch οὓς ἐμαυτῷ ἐλιπόμην διαδόχους Plut. Aem. P. 36.
-
5 ὁμό-πτερος
ὁμό-πτερος, gleichgefiedert, gleichgeflügelt, κίρκοι, verwandt, Aesch. Suppl. 221; Plat. Phaedr. 256 e; Strattis bei Poll. 6, 156, = ὁμήλικες. Bei Ar. Av. 229 kom. οἱ ἐμοὶ ὁμόπτεροι, meine Mitvögel. – Uebertr. von Schiffen, mit gleichen Segeln, Aesch. Pers. 551; übertr. auch ἀπήνας ὁμοπτέρο υ Eur. Phoen. 331; übh. ähnlich, Aesch. Ch. 172; βόστρυχοι, Eur. El. 530.
-
6 ομοπτερος
21) одинаково оперенный или окрыленный(κίρκοι Aesch.)
2) одинаково вьющийся или одинаково причесанный(βόστρυχοι Eur.)
3) оснащенный одинаковыми парусами или одинаково быстрый(νᾶες Aesch.)
4) близкий, родственныйἀπήνη ὁ. Eur. — пара братьев ( об Этеокле и Полинике)
-
7 λείπω
Aἔλειπον Il.19.288
, etc.: [tense] fut.λείψω 18.11
: [tense] aor. 1 ἔλειψα, part. (= Antiph.32), elsewh. only late, Plb.12.15.12 ( παρ-), Str.6.3.10 ( παρ-), Ps.-Phoc.77 (ἀπ-), etc.; uncompounded, Ptol.Alm.10.4, Luc.Par.42, Ps.-Callisth.1.44 (cod. C); also in later Poets, Man.1.153, Opp.C.2.33, and in Inscrr., Epigr.Gr.522.16 ([place name] Thessalonica), 314.27 ([place name] Smyrna), etc.: but correct writers normally use [tense] aor. 2ἔλῐπον Il.2.35
, A.Pers. 984 (lyr.), etc.: [tense] pf.λέλοιπα Od.14.134
: [tense] plpf. ἐλελοίπειν ([dialect] Att. -η) X.Cyr.2.1.21:—[voice] Med., in prop. sense chiefly in compds.: [tense] aor. 2ἐλιπόμην Hdt.1.186
, 2.40, E.HF 169, etc. (in pass. sense, Il.11.693, al.):—[voice] Pass., [tense] fut. [voice] Med. in pass. sense , Hdt.7.8.ά, 48; alsoλειφθήσομαι S.Ph. 1071
, λελείψομαι Il.24.742, Th.5.105, etc.: [tense] aor.ἐλείφθην, λείφθην Pi.O.2.43
; [dialect] Ep. [ per.] 3pl. : [tense] pf.λέλειμμαι Il.13.256
, Democr.228, Pl.Ti. 61a, etc.: [tense] plpf.ἐλελείμμην Il.2.700
; [dialect] Ep.λέλειπτο 10.256
: [dialect] Ep. [tense] aor. alsoἔλειπτο A.R.1.45
, etc.:1 leave, quit, Ἑλλάδα, δώματα, etc., Il.9.447, Od.21.116, etc.: with a neg., [σκόπελον] οὔ ποτε κύματα λείπει Il.2.396
;νιν.. χιὼν οὐδαμὰ λ. S.Ant. 830
(lyr.); χερσὶν ὕπο Τρώων λείψειν φάος ἠελίοιο, i.e. die, be killed, Il.18.11;λ. τὸν βίον ὑπό τινος Pl.Lg. 872e
; λ. βίον, βίοτον, etc., S.El. 1444, E.Hel. 226 (lyr.), etc.;αὐτόχειρι σφαγῇ λ. βίον Id.Or. 948
.b conversely,τὸν δ' ἔλιπε ψυχή Il.5.696
, Od.14.426;τὸν.. λίπε θυμός Il.4.470
;ἔπειτά με καὶ λίποι αἰών 5.685
, cf. Od.7.224;λίπε δ' ὀστέα θυμός Il.16.743
; ψυχὴ δὲ λέλοιπεν (sc. ὀστέα) Od.14.134; νῦν δ' ἤδη πάντα λέλοιπεν (sc. ἐμέ) ib. 213; in these two last passages some take it intr., is gone, v. infr. 11.2 leave behind, leave at home,παιδὶ τὸν ἐν μεγάροισιν ἔλειπες Od.13.403
, cf. Il.5.480; esp. of dying men, leave (as a legacy), Ἀτρεὺς δὲ θνῄσκων ἔλιπεν πολύαρνι Θυέστῃ [τὸσκῆπτρον] 2.106; , cf. S.Aj. 973; παῖδα ὀρφανὸν λ. ib. 653; λ. ἄρρενας, θυγατέρας, Pl.Lg. 923e, 924e;λ. εὔκλειαν ἐν δόμοισι A.Ch. 348
(lyr.):—also in [voice] Med., leave behind one (as a memorial to posterity),μνημόσυνον λιπέσθαι Hdt.1.186
, 6.109, al.;λιπέσθαι τιμωρούς E. HF 169
;διαδόχους ἐμαυτῷ Plu.Aem.36
, etc.b leave standing, leave remaining, spare,οἰκίαν οὐδεμίαν X.An.7.4.1
;μηδένα Id.HG2.3.41
, Pl.R. 567b, etc.3 leave, forsake, Il.17.13, etc.;λ. τινὰ χαμαί Pi.O.6.45
; ; τὴν αὑτοῦ φύσιν λ. ib. 903;λ. τὴν τάξιν Pl.Ap. 29a
, etc.; λ. ἐράνους fail in paying.., D.27.25, cf. 25.22; λ. δασμόν, φοράν, X.Cyr.3.1.1, 34; λ. μαρτυρίαν, ὅρκον, fail in.., D.49.19, 59.60, λ. δίκην allow it to go by default, SIG134b24 (Milet., iv B.C.); λοιβὰς.. οὐ λίπε neglected them not, IG3.1337.8.b conversely, λίπον ἰοὶ ἄνακτα they failed him, Od.22.119.4 Math., lose or drop something, i.e. have something subtracted from it, τὸ KP λιπὸν τὸ BO the area KP minus the area BO, Apollon.Perg.3.12, cf. Ptol.Alm. 10.4, al., Dioph.2.21.II intr., to be gone, depart, Epigr.Gr.149.2 ([place name] Rhenea); v. supr. 1.1b.2 to be wanting or missing,οὔ τί πω ἔλιπεν ἐκ τοῦδ' οἴκου.. αἰκία S.El. 514
(lyr.); (lyr.); (lyr.); λείπουσιν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς [τρίχες] Arist.HA 518a24;ἔτι ἕν σοι λείπει Ev.Luc.18.22
; τί λείπει τῶν ἐπιτηδείων αὐταῖς; Plb.10.18.8; τί γάρ σοι λείπει; Arr.Epict.2.22.5, cf. Diog.Oen.64; [εἰς τὴν προκειμένην πραγματείαν] τὸ ὑφ' οὗ γίνεται.. μὴ ῥηθὲν οὐ λείπει is not needed, Marcellin.Puls.69: c. inf., λείπει μὲν οὐδ' ἃ πρόσθεν ἤδεμεν τὸ μὴ οὐ βαρύστον' εἶναι nihil absunt quin.., S.OT 1232: so c. gen.,βραχὺ λείπει τοῦ μὴ συνάπτειν Plb.2.14.6
, etc.; πρότασις τῆς προειρημένης λείπουσα ὑποθέσει a proposition containing less in the hypothesis than that aforesaid, Papp.648.1: freq. with numerals,κεφάλαιον γίγνεται μικροῦ λείποντος πέντε καὶ δέκα τάλαντα Lys.19.43
;οὐ πολὺ λεῖπον τῶν ἐνενήκοντα ἐτῶν Plb.12.16.13
; : generally,παντὸς μὲν οὖν λείπει Pl.Lg. 728a
; ὁ λιπών ib. 759e; τὸ λεῖπον what is lacking, Plb.4.38.9, etc.; esp. Gramm., to be incomplete, of a phrase,λειπούσης τῆς φράσεως A.D.Adv.159.28
, al.; to be wanting, omitted,λείποντος τοῦ καί Id.Conj.225.24
: also c. dat.,λείπει ἡ κεῖνος φωνὴ τῷ ε ¯ Id.Adv.147.17
.b of the moon, to be invisible (cf. λειψιφαής), Plot.2.3.5.c λείποντα εἴδη, in Algebra, = λείψεις, negative terms, Dioph.1Def.10.B [voice] Pass., to be left, left behind,ἄλοχος Φυλάκῃ ἐλέλειπτο Il.2.700
;οἱ δ' οἶοι λείπονται Od.22.250
, etc.; also ὀπίσσω, μετόπισθε, κατόπισθε λ., Il.3.160, 22.334, Od.21.116; παῖδες.. μετόπισθε λελειμμένοι left behind in Troy, Il.24.687;μόνα.. νὼ λελειμμένα S.Ant.58
, etc.; τὸ λειπόμενον βίου (v.l. βιοτᾶς) Ariphron 1 (= IG3.171).b Math., to be subtracted: τὸ ἀπὸ τῆς ΔΦ λειφθὲν ὑπὸ τοῦ ἀπὸ τῆς ΔΑ ποιεῖ .., the square on ΔΦ subtracted from the square on ΔΑ gives.., Ptol.Alm. 10.7.2 remain, remain over and above,τριτάτη δ' ἔτι μοῖρα λέλειπται Il.10.253
; ;ὀλίγων σφι ἡμερέων λείπεται σιτία Hdt.9.45
;ὃ πᾶσι λ. βροτοῖς.. ἐλπίς E.Tr. 681
;αὐτόνομοι ἐλείφθημεν Th.3.11
;ἕως ἄν τι λείπηται Id.8.81
: impers., λείπεται it remains, Pl.Tht. 157e: c.acc. et inf.,πεπληρῶσθαί με Id.Phdr. 235c
.II c. gen.,1 to be left without, to be forsaken of,κτεάνων λειφθεὶς καὶ φίλων Pi.I.2.11
;σοῦ λελειμμένη S. Ant. 548
; but στρατὸν λελειμμένον δορός which has been left by the spear, i.e. not slain, A.Ag. 517.2 to be left behind in a race, Il. 23.407, 409, Od.8.125; λελειμμένος οἰῶν lingering behind the sheep, 9.448; λείπετ'.. Μενελάου δουρὸς ἐρωήν he was left a spear's throw behind Menelaus, Il.23.529; ἐς δίσκουρα λέλειπτο he had been left behind as much as a quoit's throw, ib. 523; , cf. E.Hipp. 1244; τοῦ κήρυκος μὴ λείπεσθαι not to lag behind the herald, Th.1.131; but ἀπό τινος to be left behind by one, Il.9.437, 445; λ. βασιλέος or ἀπὸ βασιλέος by the king, Hdt.8.113, 9.66; λείπεσθαι τοῦ καιροῦ to be behind time, X.Cyr.6.3.29;τῆς ναυμαχίης Id.7.168
;τῆς ἐξόδου Id.9.19
; but, λείπου μηδὲ σύ, παρθέν', ἀπ' οἴκων fail not [to come] from the house, i.e. follow us, dub. in S. Tr. 1275 (anap.): abs., to be left behind, be absent, Hdt.7.229, 8.44.3 come short of, be inferior to, τινος, like ἐλαττοῦσθαι, ἡττᾶσθαι, ὑστερεῖσθαί τινος, because the Verb has a comp. sense, Id.7.48, etc.; οὐκ ἔσθ' ὁποίας λείπεται τόδ' ἡδονῆς falls short of.., E.Fr.138.3; λείπεσθαί τινος ἔς τι or ἔν τινι, Hdt.1.99, 7.8. ά (v. infr. 4);περί τι Plb.6.52.8
; ; ;ξύνεσιν οὐδενὸς λ. Th.6.72
;πλήθει λ. X.HG7.4.24
;πλήθει ἡμῶν λειφθέντες Id.An.7.7.31
; οὐδ' ἔτι θηρὸς ἐλείπετο δερκομένοισιν, i.e. resembled.., Epic.in Arch.Pap.7p.4: also c. gen. rei,λειφθῆναι μάχης E.Heracl. 732
;οὐδὲν σοῦ ξίφους λελείψομαι Id.Or. 1041
: Math., τὸ ἐγγραφὲν τοῦ περιγραφέντος ἐλάσσονι λείπεται the inscribed figure falls short of the circumscribed by less than.., Archim.Con.Sph.21: also c. dat. rei,λειφθῆναι μάχῃ A.Pers. 344
: c. part.,οὐδὲν ἐμοῦ λείπει γιγνώσκων X.Oec.18.5
; λέλειψαι τῶν ἐμῶν βουλευμάτων you come short of, understand not my plans, E.Or. 1085;λέλειμμαι τῶν ἐν Ἕλλησιν νόμων Id.Hel. 1246
: abs., to be defeated, Plb.1.62.6;ὑπό τινος AP11.224
(Antip.); λείπεσθαι ἐν [τῇ ἀγορανομίᾳ], Lat. repulsam ferre, Plu. Mar.5, etc.: abs., in part., ἄνδρας λελειμμένους inferior men, A.Fr. 37; also, the poor,IG
14.1839.7.4 to be wanting or lacking in a thing, fail of or in, c. gen.,ὀδυρμάτων ἐλείπετ' οὐδέν S.Tr. 937
;γνώμας λειπομένα σοφᾶς Id.El. 474
(lyr.); ; λελ. λόγου failing to heed my word, S.Aj. 543; μῆνας ἓξ.. λειπόμενος (sc. τῶν εἴκοσι ἐτῶν) Epigr.Gr. 519 ([place name] Thessalonica); also,λ. ἐν τῷ μὴ δύνασθαι μηδ' ὁρᾶν S.OC 495
; v. supr.3.5 to be in need of,τῆς σῆς βοηθείας A.D.Synt.289.28
. (I.-E. leiq[uglide]-, cf. Lat. li-n-quo, Skt. ric-, [tense] pres. [ per.] 3sg. ri-ṇa-k-ti 'leaves', etc.) -
8 λείπω
λείπω, lassen, zurücklassen; bes. von Sterbenden, hinterlassen; verlassen; bes. von Sterbenden. Auch von Dingen. Im Stich lassen, in der Gefahr verlassen; τὴν μαρτυρίαν, das Zeugnis nicht ablegen, welches man hat ablegen wollen; λίπον ἰοὶ ἄνακτα, die Pfeile verließen den König, d. i. sie gingen ihm aus, fingen an ihm zu fehlen, wie deficere, entwickelt sich die intr. Bdtg fehlen; λείπει μὲν οὐδ' ἃ πρόσϑεν ᾔδεμεν τὸ μὴ οὐ βαρύστον' εἶναι, es fehlt nichts daran, daß es nicht seufzerreich ist; ψυχὴ λέλοιπε, πάντα λέλοιπε, das Leben, alles ist dahin; τὸ λεῖπον, das Fehlende; μικρῷ λείπουσιν ἑπτακοσίοις σκάφεσιν ἐναυμάχησαν, mit beinahe siebenhundert Schiffen, woran nur wenig fehlte. Pass. λείπομαι, zurück gelassen werden, zurückbleiben, übrigbleiben; αὐτὰρ ἐγὼ λιπόμην ἀκαχήμενος ἦτορ, ich blieb zurück; bes. nach Jem. Tode hinterbleiben; σοῦ λελειμμένη, von dir verlassen, ohne dich; κτεάνων λειφϑεὶς καὶ φίλων, ohne Freunde; αὐτόνομοι ἐλείφϑημεν, wir blieben frei; ἡττηϑέντων δὲ αὐτῶν οὐδεὶς ἂν λειφϑείη, keiner dürfte wohl übrig bleiben, d. i. mit dem Leben davonkommen; ἐλείποντο τῶν στρατιωτῶν οἱ διεφϑαρμένοι ὑπὸ τῆς χιόνος τοὺς ὀφϑαλμούς, sie blieben zurück; οἱ λειπόμενοι, die Hinterbliebenen; λείπεται περί τινος, es bleibt übrig, davon zu reden. Bes. im Wettlaufe, Wettfahren zurückbleiben; τινός, hinter Jem. im Laufe zurückbleiben; λελειμμένος οἰῶν, hinter den Schafen zurückgeblieben; λείπετο Μενελάου δουρὸς ἐρωήν, er blieb hinter Menelaus eine Speerwurfsweite zurück; auch ἀπό τινος λείπεσϑαι, fern von ihm, getrennt von einem bleiben; auch von einer Unternehmung fern bleiben, sich davon ausschließen, keinen Teil daran nehmen; κίρκοι πελειῶν οὐ μακρὰν λελειμμένοι, nicht weit hinter ihnen zurückgeblieben; ἕπεσϑε, κἂν λειφϑῆτε τῷ στίβῳ τῶν ἵππων ἕπεσϑε, wenn ihr nicht mitkommen könnt u. zurückbleibt; dah. übh. einem nach stehen, geringer, schwächer sein, unterliegen; τῶν ὧν τέκνων λείποιτο πρὸς τόξου κρίσιν, er werde von ihnen in der Bogenkunde übertroffen; δύναμις λειπομένη τῶν νῦν, geringer als; δεῖ τὰς ἐνϑάδε κολάσεις μηδὲν τῶν ἐν Αἵδου λείπεσϑαι, sie dürfen denen im Hades nicht nachstehen, nicht gelinder sein; πλήϑει ἡμῶν λειφϑέντες, an Zahl schwächer als wir; hinter sich zurücklassen, hinterlassen; μνημόσυνον τόδε ἐλίπετο, er ließ es als ein Andenken an sich zurück -
9 ὁμόπτερος
ὁμό-πτερος, gleichgefiedert, gleichgeflügelt, κίρκοι, verwandt; οἱ ἐμοὶ ὁμόπτεροι, meine Mitvögel. Übertr. von Schiffen: mit gleichen Segeln
См. также в других словарях:
κιρκοί — κιρκόω hoop round pres subj mp 2nd sg κιρκόω hoop round pres ind mp 2nd sg κιρκόω hoop round pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίρκοι — κίρκος hawk masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρπακτικά — Τάξη της παλαιότερης συστηματικής κατάταξης των πτηνών, που περιλάμβανε όλα τα ημερόβια και νυκτόβια α. πουλιά. Η τάξη αυτή, που δεν χρησιμοποιείται πια από τη συστηματική, ανήκε στην υφομοταξία των τροπιδωτών και χωριζόταν στις δύο υποτάξεις των … Dictionary of Greek
Ουαλία — (αγγλ. Wales, ουαλλικά Cymru). Ιστορικογεωγραφική περιοχή της Μεγάλης Βρετανίας, που ανήκει πολιτικά στο Ηνωμένο Βασίλειο, με τον τίτλο πριγκιπάτου. Βρέχεται από την Ιρλανδική θάλασσα στα Β (όπου βρίσκονται, πέρα από το στενό Μενάι, τα ουαλλικά… … Dictionary of Greek
Πυρηναία — Ορεινή αλυσίδα, μήκους 450 χλμ., που χωρίζει την Ιβηρική Χερσόνησο από τη Γαλλία. Τα Π. εκτείνονται στη διεύθυνση των παραλλήλων από το ακρωτήριο Κρέους στη Μεσόγειο έως το Ακρωτήριο Ιγκέρ στον Βισκαϊκό κόλπο· το ένα τρίτο της επιφάνειάς τους… … Dictionary of Greek