-
121 ἀτελής
ἀτελής, ές,A without end, i.e.,1 not brought to an end or issue, unaccomplished,τῷ κε καὶ οὐκ ἀ. θάνατος μνηστῆρσι γένοιτο Od.17.546
; εἰρήνη ἐγένετο ἀ. the peace was not brought about, X.HG4.8.15; τὰ μὲν λελεγμένα ἄρρητ' ἐγώ σοι κἀτελῆ φυλάξομαι unaccomplished, i. e. harmless, S.El. 1012.2 incomplete, unfinished,ἀτελῆ σοφίας καρπὸν δρέπειν Pi.Fr. 209
;ἀτελεῖ τῇ νίκῃ.. ἀνέστησαν Th.8.27
; of a building, ib.40; without end or purpose,ἡ φύσις οὐθὲν.. ἀτελὲς ποιεῖ Arist.Pol. 1256b21
.3 inchoate, imperfect, of growth, Hp.Art.41 ([comp] Comp.);ᾠὰ ἀ. Arist.GA 733a2
; ζῷα ib. 774b5; πολῖται ἀ., of minors, Id.Pol. 1275a17;ἀ. συλλογισμός Id.APr. 24a13
;ἀ. ποιεῖν τινά
castrate,Luc.
Syr.D.20: [comp] Comp.- έστερος
less highly developed,Phlp.
in Ph.898.29. Adv.- λῶς
incompletely,Arist.
Pol. 1275a13, dub. in Plu.2.472f.5 indeterminate, Id.Phlb. 24b;τὸ μὲν ἄπειρον ἀ. ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλος Arist.GA 715b14
, cf. Pol. 1256b21.II [voice] Act., not bringing to an end, not accomplishing one's purpose, ineffectual,ἀτελεῖ νόῳ Pi.N.3.42
; of persons,ἀποπέμπειν τινά Pl.Smp. 179d
; ἀ. περὶ τὸ κρίνειν imperfectly fitted for.., Arist.Pol. 1281b38;ἀ. εἴς τι Ph. 2.417
: c. inf., unable to do effectually,ἄκυρος καὶ ἀ. σῶσαι And.4.9
; invalid, ([place name] Elis).III ( τέλος IV) free from tax or tribute, Hdt. 2.168, 3.91, Lys.32.24: c.gen., ἀ. τῶν ἄλλων free from all other taxes, Hdt.1.192; καρπῶν ἀ. free from tithe on produce, Id.6.46; exempt,λῃτουργιῶν D.21.155
; στρατείας ib.166, cf. IG22.1132.12, Arist.Pol. 1270b4; τοῦ ἄλλου (sc. φόρου) IG1.40; μετοικίου ib.2.121.b of things, untaxed,ἀ. τὸν σῖτον ἐξάγειν D.34.36
;ὅσα οἱ νόμοι ἀ. πεποιήκασιν Id.42.18
.2 of sums, without deduction, nett, ὀβολὸς ἀ. an obol clear gain, X.Vect.4.14 sq.; . -
122 ἄξιος
A counterbalancing, cf.ἄγω v1
: hence prop. weighing as much, of like value, worth as much as, c. gen.,βοὸς ἄ. Il.23.885
; νῦν δ' οὐδ' ἑνὸς ἄξιοί εἰμεν Ἕκτορος we are not—all together— worth one Hector, 8.234, cf. Hdt. 1.32, 7.21;πάντων Ζεὺς ἄξιον ἦμαρ ἔδωκεν Il.15.719
; so πολλοῦ ἄ. worth much, X.An.4.1.28, Pl.Smp. 185b, etc.;πλείονος ἄ. Id.Phdr. 235b
, etc.;πλείστου ἄ. Th.2.65
, Pl.Grg. 464d, etc.; παντός, τοῦ παντὸς ἄ., E.Fr. 275, Pl.Sph. 216c; παντὸς ἄ., c. inf., Ar.Av. 797; λόγου ἄ., = ἀξιόλογος, Hdt.1.133, Th.1.73, etc.; σπουδῆς, μνήμης ἄ., Plu.2.35a,172e:—opp. to these areοὐδενὸς ἄ. Thgn.456
;ἢ παντὸς ἢ τὸ παράπαν οὐδενός Pl.Phlb. 64d
; , etc.; , etc.; ; μείονος, ἐλάττονος ἄ., X. Vect.4.50, Cyr.2.2.14;πολλαπλασίου τιμήματος ἄ. κτήσεις Arist.Pol. 1306b12
; also εἰς ὀγδοήκοντα μνᾶς ἄ. worth up to a sum of.., D.27.10.2 c. dat. pers., σοὶ δ' ἄξιόν ἐστιν ἀμοιβῆς 'tis worth a return to thee, i.e. will bring thee a return, Od.1.318;πολέος δέ οἱ ἄξιος ἔσται Il.23.562
;βασιλεῖ ἂν πολλοῦ ἄξιοι γένοιντο X.An.2.1.14
.3 abs., worthy, goodly,ἄξια δῶρα Il.9.261
; ἄ. ὦνος a goodly price, Od.15.429; ὅθεν κέ τοι ἄξιον ἄλφοι it would bring thee a good price, 20.383;φέροντες ὅ τι ἕκαστος ἄξιον εἶχε X.Cyr.3.3.2
.b in [dialect] Att. in an exactly opposite sense, 'good value for the money', i.e. cheap, Ar.Eq. 672, 895: [comp] Comp., ib. 645;ὡς ἀξιώτατον πρίασθαι Lys.22.18
;ὡς ἄ. γεγόνασιν οἱ πυροὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ Thphr.Char.3.3
, cf. X.Vect.4.6.4 deserved, meet, due, , X.Oec.12.19;χάρις Id.HG1.6.11
; ἄξια δράσας ἄξια πάσχων fit suffering for fit deeds, A.Ag. 1527, cf. E. Ion 735.5 of persons, οἱ ἑωυτοῦ ἄξιοι those of one's own rank, his peers, Hdt.1.107.6 sufficient for, c. gen.,ἄ. τοῦ πολέμου τὰ χρήματα D.14.27
.7 αἰδοῦς ἀξίαν.. τὴν προθυμίαν μᾶλλον ἢ θράσους more like modesty than rashness, Arist.Cael. 291b25.II after Hom., in moral relation, worthy, estimable, of persons and things, Hdt.7.224, etc.; οὐδὲν ἀξία nothing worth, A.Ch. 445;ἀξίαν κἀπ' ἀξίων Id.Eu. 435
; .2 worthy of, deserving, mostly c. gen. rei, ἄξιον φυγῆς, ἄξια στεναγμάτων, γέλωτος, Id.Med. 1124, Or. 1326, Heracl. 507;ἐγκωμίων τί ἀξιώτερον ἤ..; X.Ages.10.3
: c. gen. pers., ;ἄξιον τοῦ πατρός Isoc.9.80
;ἄξια τοῦ Μαραθῶνος διανοεῖσθαι Plu.Cim.5
.b c. gen. rei et dat. pers., ἡμῖν δ' Ἀχιλλεὺς ἄξιος τιμῆς is worthy of honour at our hands, E.Hec. 309;πολλῶν ἀγαθῶν ἄ. ὑμῖν Ar.Ach. 633
;ἄ. πλείστου Λακεδαιμονίοις Th. 4.81
;θανάτου τῇ πόλει X.Mem.1.1.1
, cf. 1.2.62;εἰμὶ δ' οὐ τούτων ὑμῖν ἄ. D.21.217
;χάριτος ἄ. τῇ πόλει Antipho 6.10
; laterτιμῆς ἄ. παρὰ πάντων Luc.Tox.3
.3 c. inf., Προθοήνορος ἀντὶ πεφάσθαι ἄ. worthy to be killed instead of him, Il.14.472, cf. Th.1.76;τίεσθαι δ' ἀξιώτατος A.Ag. 531
;ἄ. θρήνων τυχεῖν S.Aj. 924
; ἄξιοι δουλεύειν only fit to be slaves, Arist.Pol. 1254b36; alsoἄ. σέβειν E.Heracl. 315
(Elmsl.).b ἄξιός εἰμι, like δίκαιός εἰμι, I deserve to..,ἄξιός εἰμι πληγὰς λαβεῖν Ar.Ec. 324
;ἄξιός εἰμι ἀπολαῦσαι X.Cyr.5.4.19
: abs., the inf. being supplied, authorized to act, And.1.132; ἄ. γάρ, emphatically, Pl.Tht. 143e.c laterἄ. ἵνα Ev.Jo.1.27
.4 ἄξιόν [ἐστι] 'tis meet, fit, due,ἄξιον εἶναι τρεῖς ἑνὸς ἀντὶ πεφάσθαι Il.13.446
;ἄ. μνήμην ἔχειν Hdt.1.14
: later c. [tense] fut. inf.,ἄ. διαπορήσειν Did.
in D.9.15.b c. dat. pers. et inf., τῇ πόλει γὰρ ἄξιον ξυλλαβεῖν τὸν νο̄ρα 'tis meet for the city, is worth her while.., Ar.Ach. 205;τί σοι ζῆν ἄξιον; Id.Nu. 1074
, cf. Av. 548;ἄξιόν γε πᾶσιν ἐπολολύξαι Id.Eq. 616
; freq. in X. as ὡς οὐκ ἄξιον εἴη βασιλεῖ ἀφεῖναι κτλ. that it was not meet for him.., An.2.3.25.c the inf. is sts. omitted, ἄξιον γὰρ Ἑλλάδι 'tis meet in the eyes of Hellas [so to do], Ar.Ach.8; and sts. the dat., ἄξιόν ἐστι operae pretium est, it is worth while,ἐνθυμηθῆναι D.1.21
;γαμεῖν οὐκ ἄξιον E.Alc. 628
.III Adv. ἀξίως, c. gen.,ἐμάχοντο ἀξίως λόγου Hdt.6.112
;οὔτε ἑωυτοῦ ἀ. Id.3.125
; οὐκ ἀ. ἀπηγήσιος ibid.;τῆς ἀσικίας Th.3.39
; ἀ. τοῦ θεοῦ, τῆς θεᾶς, OGI331.9 (Pergam.), Inscr.Magn.33.30, cf. 1 Ep.Thess.2.12: abs., S.OT 133, etc.; κολάσετε ἀξίως as they deserve, Th.3.40. -
123 ἐκνικάω
A achieve by force, ; carry one's point that.., c. acc. et inf., Plu.Ant.63.2 c. acc.,ἐξενίκησε τὸν δῆμον καὶ τὸν εἴργοντα νόμον τῆς θέας τὰς γυναῖκας Ael.VH10.1
:— [voice] Pass.,ἄνεμος εἰς γαλήνην ἐξενικήθη Hld.5.23
, cf. Ruf. ap. Orib.5.3.9.II intr., win a complete victory, Plb.15.3.6.2 metaph., gain the upper hand, come into vogue, prevail, ἅπασι among all, Th. 1.3 ; ἐπὶ τὸ μυθῶδες ἐκνενικηκέναι to have won its way to the fabulous, ib.21 ;κακὸν εἰς τοὐμφανὲς ἐξενίκησε Luc.Abd.6
;εἰς παροιμίαν Suid.
s.v. Μάρας; εἰς δύναμιν Ph.1.420.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκνικάω
-
124 ἐνεύχομαι
A adjure, implore, Test.Epict.1.13, Herod.6.46;ἐνεύχομαι ὑμῖν θεοὺς καὶ θεάς IG5(1).1208.50
([place name] Gythium): c. dat., of god invoked, PMag.Par.1.2258; also ἐνεύχομαί σοι τὴν Ἀφροδίτην μὴ ἀποκνήσῃς I adjure you by A. not to.., PBaden 51 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνεύχομαι
-
125 ἐξαλεύομαι
ἐξᾰλεύομαι, = foreg.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαλεύομαι
-
126 ἐπιορκέω
ἐπιορκ-έω, also [full] ἐφιορκέω IG22.1126.9 (Delph. Amphict.), OGI 229.69 (Smyrna, iii B.C.), etc.: [tense] fut.A- ήσω Il.19.188
, Ar.Lys. 914, etc., - ήσομαι ([etym.] κατ-) D.54.40: [tense] aor.ἐπιώρκησα Id.49.67
, inf.- ορκῆσαι Hdt. 4.68
(v.l. ἐφ-): [tense] pf. , X.An.3.1.22, Din.1.47 ( ἐπιόρκηκα is v.l. in Hdt.l.c.):—swear falsely, forswear oneself, οὐδ'ἐπιορκήσω πρὸς δαίμονος Il.19.188
: also, c.acc., of things sworn by, τὰς βασιληΐας ἱστίας ἐπιώρκηκε has sworn falsely by the royal hearth, Hdt.4.68;θεάς Din.1.47
; [ θεούς] Ar.Av. 1609, X.An.2.4.7, D.49.67, etc.: mostly abs., Ar.Eq. 298, 428, Nu. 402, Pl.Phlb. 65c, etc.;οὐδὲν ἐφρόντιζ' ἐπιορκῶν D.21.119
: c.acc.cogn.,ἐ. ὅρκους τινί Id.49.65
, cf.Aeschin.1.115; opp. εὐορκέω, Lexap.And.1.98, Cleanth.Stoic.1.131, Chrysipp.ib.2.63, who distinguishes betw. εὐορκεῖν and ἀληθορκεῖν, and betw. ἐπιορκεῖν and ψευδορκεῖν.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιορκέω
-
127 ἐπισκοτέω
A throw a shadow over,οἰκίαν ᾠκοδόμησεντος αύτην ὥστε πᾶσιν ἐπισκοτεῖν τοῖς ἐν τῷ τόπῳ D.21.158
; ἐ. τινὶ τῆς θέας to be in the way of his seeing, Pl.Euthd. 274c, cf. Plu.2.538e; τῷ βωμῷ Judeich Alterlümervon Hierapolis 339: abs., Plb.24.4, Polyaen.8.23.2; form a roof, Hero Aut.28.2.2. metaph., throw darkness or obscurity over,τῇ κρίσει Sor.Vit.Hippocr.13
, Arist. Rh. 1354b11;ταῖς τῆς ψυχῆς ἐπιμελείαις Isoc.1.6
; τὸ πρὸς χάριν ῥηθὲν ἐ.τῷ καθορᾶν Id.8.10
, cf. D.2.20;οἶνος τῷ φρονεῖν ἐπισκοτεῖ Eub.135
= Ophelio 4;ἐ. γὰρ τῷ φρονεῖν τὸ λαμβάνειν Antiph.250
; τὸ δ' ἐρᾶν ἐ.ἅπασιν, ὡς ἔοικε Men.48
;ἡ ὀργὴ ἐ. τοῖς λογισμοῖς Phld.Ir.p.78
W.:— [voice] Pass., to be in the dark or in uncertainty,ἐπισκοτεόμενος τῇ ἀπειρίῃ Hp. Praec.8
;ἐπισκοτεῖσθαι καὶ κωλύεσθαι Plb.2.39.12
; to be obscured, ὑπό τινος Id.12.25d.7; to be blinded,τὰς ὄψεις ὑπὸ θεοῦ J.AJ9.4.3
, cf.Ph. 2.62.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισκοτέω
-
128 ἔρος
A love, desire,οὐ..θεᾶς ἔρος οὐδὲ γυναικός Il.14.315
, cf. Od.18.212 ; freq. in phrase , al.;ἱμερτῶν ἔργων ἐξ ἔρον ἱέμενον Thgn.1064
;ἔρος λυσιμελής Hes.Th. 910
, cf. Ibyc.1.6, etc.: used by Trag. in lyrics, S.El. 197, E.Med. 152, and by E. in dialogue, Hipp. 337, El. 297, al.; also in late Prose,ἔρῳ φέρεσθαι Luc. Asin.33
.II as pr.n., Eros, the god of love, Hes.Th. 120, Alcm. 36, Sapph.74, Theoc.29.22.------------------------------------ἔρος (B), τό,
См. также в других словарях:
θεᾶς — θεά goddess fem gen sg (attic doric aeolic) θεᾶ̱ς , θεάω gaze at pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεάς — θεά̱ς , θεά goddess fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέας — θέᾱς , θέα seeing fem acc pl θέᾱς , θέα seeing fem gen sg (attic doric ionic aeolic) θέᾱς , θεάω gaze at pres ind act 2nd sg (attic) θέᾱς , θεάω gaze at imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Αθηνά — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού Δωδεκάθεου. Προερχόταν από αρχαϊκή θεότητα του κρητομυκηναϊκού πολιτισμού που προστάτευε τα ανάκτορα φρούρια, χαρακτηριστικά της εποχής αυτής. Τότε την παρίσταναν με ένα οπλοφόρο ξόανο, το ονομαζόμενο Παλλάδιο … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… … Dictionary of Greek
Εστιάδες — (Virgo Vestalis). Ιέρειες της ρωμαϊκής θεάς Εστίας (Vesta), οι οποίες διατηρούσαν την ιερή φλόγα στον ναό της θεάς. Οι Ε. προέρχονταν από ρωμαϊκές αριστοκρατικές οικογένειες και έπρεπε να υπηρετήσουν τη θεά 30 χρόνια, διάστημα κατά το οποίο… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek