-
1 ἔρος
A love, desire,οὐ..θεᾶς ἔρος οὐδὲ γυναικός Il.14.315
, cf. Od.18.212 ; freq. in phrase , al.;ἱμερτῶν ἔργων ἐξ ἔρον ἱέμενον Thgn.1064
;ἔρος λυσιμελής Hes.Th. 910
, cf. Ibyc.1.6, etc.: used by Trag. in lyrics, S.El. 197, E.Med. 152, and by E. in dialogue, Hipp. 337, El. 297, al.; also in late Prose,ἔρῳ φέρεσθαι Luc. Asin.33
.II as pr.n., Eros, the god of love, Hes.Th. 120, Alcm. 36, Sapph.74, Theoc.29.22.------------------------------------ἔρος (B), τό, -
2 έρος
-
3 ἔρος
-
4 ἔρος
ἔρος, ὁ, p. = ἔρως, Liebe, Luft, Verlangen, ϑεᾶς, γυναικός, zu einer Göttinn, einem Weibe, Il. 14, 315; ἔρῳ ϑυμὸν ἔϑελχϑεν Od. 18, 212; häufig πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο, sie hatten das Verlangen nach Speise u. Trank hinausgetrieben, gestillt; ἐπὴν γόου ἐξ ἔρον εἵην Il. 24, 227; Hes. Th.; Soph. El. 190; οἷον ἠράσϑης ἔρον Eur., s. ἔραμαι; sp. D. In Prosa Luc. Asin. 33, ἔρῳ. – Außer nom., dat. u. acc. sing. kommt Nichts von dem Worte vor.
-
5 ερος
-
6 Ερος
-
7 ἔρος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἔρος
-
8 ἔρος
ἔρος, ὁ, Liebe, Luft, Verlangen, ϑεᾶς, γυναικός, zu einer Göttin, einem Weibe; πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο, sie hatten das Verlangen nach Speise u. Trank hinausgetrieben, gestillt -
9 ἔρος
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔρος
-
10 κολ-ερός
-
11 ἀστήρ,-έρος
-
12 αιθήρ
-
13 αιθυλαιθήρ
(-έρος) ο хим. этиловый эфир -
14 αστήρ
(-έρος) ο1) звезда (тж. перен. —о человеке);διάττων αστήρ — падающая звезда;
κινηματογραφικός αστήρ — звезда экрана;
2) см. άστρο 4;3) звезда (орден);§ ο αστήρ του έκλινε προς την δύσιν — его звезда начала закатываться;
αυτός εγεννήθη υπό καλόν αστέρα он родился под счастливой звездой -
15 γαστήρ
(-έρος) η1) живот; брюхо; утроба, чрево; 2) желудок; 3) бок (бочки, сосуда и т. п); § συλλαμβάνω εις την γαστέρα забеременеть -
16 χλωραιθήρ
(-έρος) ο, χλωραιθύλιον τό хим. хлоратил -
17 ἔρως
ἔρως, ωτος, ὁ, acc. auch ἔρων, Alex. Aetol. 12 Plat. ep. 30 (IX, 39), (vgl. ἔρος), die Liebe, bei Hom. stets von der Geschlechtsliebe; in der Il. ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψε, Liebe umhüllte, umfing die Sinne, 3, 442. 14, 294; in der Od. ἔρω δ' ἄρα ϑυμὸν ἔϑελχϑεν, 18, 212, wird richtiger mit Bekker ἔρῳ geschrieben u. auf ἔρος zurückgeführt; auch in der Il. ist die letzte Sylbe durch Position lang u. dah. wahrscheinlich ἔρος zu schreiben; τινός, zu Einem, Pind; ἣ Διὸς ϑάλπει κέαρ ἔρωτι Aesch. Prom. 593; ϑηλυκρατής Ch. 592; τοῦ τῆςδ' ἔρωτος ἥσσων ἔφυ Soph. Tr. 489; ἐρῶσ' ἔρων ἔκδημον Eur. Hipp. 32; Ar. u. A.; γυναικός, Xen.; εἰς ἔρωτά τινος ἐλϑεῖν, sich in Jem. verliebt haben, Arr. An. 4, 19, 9; ἔρωτες, Liebeshändel, ἐκδοὺς ἑαυτὸν ἔρωσιν ἀλογίστοις Ath. XII, 511 b; νυκτερινοί ib. 542 d; Luc. –. Uebh. Liebe, Neigung, Verlangen, Trachten wonach, τοῦ ὅλου τῇ ἐπιϑυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα Plat. Conv. 192 e, vgl. Phaedr. 237 d; neben φιλία καὶ ἐπι-ϑυμία Lys. 221 e; καὶ ἐπιϑυμίας Rep. IX, 578 a; Ggstz φόβος Legg. VIII, 837 a; πατρῴας τῆςδε γῆς Aesch. Ag. 526; εὐκλείας Eum. 827; τῶν σ' ἔρως ἔχει τυχεῖν Suppl. 516; παίδων Eur. Ion 67; ἔρωτα σχὼν τῆς Ἑλλάδος τύραννος γενέσϑαι, indem er darnach strebte, Her. 5, 32; ἔρως αὐτὸν ἔσχε τῶν σκηνημάτων Xen. Hell. 5, 3, 19; ἔρως ἐνέπεσε τοῖς πᾶσιν ὁμοίως ἐκπλεῦσαι Thuc. 6, 24; δεινῶς διάκεινται ἔρωτι τοῦ ὀνομαστοὶ γενέσϑαι, aus dem Streben berühmt zu werden, Plat. Conv. 208 c; περί τι, Legg. VI, 782 e u. Folgde; ὁ πρὸς τοὺς λόγους ἔρως Luc. Nigr.; – der Gegenstand der Liebe, Luc. Tim. 14.
-
18 έρει
ἔρομαιask: pres ind mp 2nd sg (epic)ἔρος 2wool: neut nom /voc /acc dual (attic epic)ἔρεϊ, ἔρος 2wool: neut dat sg (epic ionic)ἔρος 2wool: neut dat sgἐρέωlove: pres imperat act 2nd sg (attic epic)ἐρέωlove: imperf ind act 3rd sg (attic epic)ῥέωflow: imperf ind act 3rd sg (attic epic) -
19 ἔρει
ἔρομαιask: pres ind mp 2nd sg (epic)ἔρος 2wool: neut nom /voc /acc dual (attic epic)ἔρεϊ, ἔρος 2wool: neut dat sg (epic ionic)ἔρος 2wool: neut dat sgἐρέωlove: pres imperat act 2nd sg (attic epic)ἐρέωlove: imperf ind act 3rd sg (attic epic)ῥέωflow: imperf ind act 3rd sg (attic epic) -
20 έρω
ἔραμαιlove: pres imperat mp 2nd sgἔρος 1love: masc nom /voc /acc dualἔρος 1love: masc gen sg (doric aeolic)——————ἔρος 1love: masc dat sg
См. также в других словарях:
ἔρος — 1 love masc nom sg ἔρος 2 wool neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ερός — ή, ό (AM ερός, ά, όν) 1. παραγωγικό επίθημα επιθέτων που σημαίνει πλησμονή, π.χ. θλιβερός, βροχερός, φθονερός κ.λπ. 2. στο ουδ. ουσιαστικών σημαίνει το όργανο ή το δοχείο όπου περιέχεται αυτό που δηλώνει το θέμα, π.χ. πατερό (ο ληνός, το… … Dictionary of Greek
έρος — (I) ἔρος, ὁ (Α) ποιητ. τ. αντί έρως, βλ. έρωτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. τού έρως*]. (II) ἔρος, τὸ και ιων. τ. εἶρος (Α) (μόνο εν συνθέσει) το έριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. τού είρος «ἐριο, μαλλί»] … Dictionary of Greek
πολυδάηρ — έρος, ἡ, Α αυτή που έχει πολλούς γυναικάδελφους, πολλούς κουνιάδους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δαήρ «κουνιάδος»] … Dictionary of Greek
προπατήρ — έρος, ὁ, Α ο προπάτωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πατήρ] … Dictionary of Greek
συμπατήρ — έρος, ὁ, Μ [πατήρ] ο από κοινού πατέρας … Dictionary of Greek
φιλομήτηρ — ερος, ὁ, ἡ, Α φιλομήτωρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μήτηρ (< μήτηρ, βλ. λ. μητέρα), πρβλ. δυσ μήτηρ] … Dictionary of Greek
φιλοπάτηρ — ερος, ὁ, ἡ, Α φιλοπάτωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πάτηρ (< πατήρ*), πρβλ. ὁμο πάτηρ] … Dictionary of Greek
φράτηρ — ερος, και δωρ. τ. φρατήρ, ήρος, και ιων. τ. φρήτηρ, ος, και φράτωρ, ορός, ὁ, Α 1. μέλος φράτρας 2. είδος μικρού πτηνού («τὸ γένος κοσσύφων φράτωρ», Αιλ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἀδελφός» 4. φρ. α) «φύω φράτερας» ωριμάζω ως πολίτης, γίνομαι ώριμος… … Dictionary of Greek
ἔρεα — ἔρος 2 wool neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔρεε — ἔρος 2 wool neut nom/voc/acc dual (epic ionic) ἐρέω love pres imperat act 2nd sg (epic ionic) ἐρέω love imperf ind act 3rd sg (epic ionic) ῥέω flow imperf ind act 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)