-
1 δρόμοι
δρόμοςcourse: masc nom /voc pl -
2 σταφυλο-δρόμοι
σταφυλο-δρόμοι, οἱ, nach Hesych. u. B. A. 305 Leute, die mit Kränzen am Feste der Κάρνεια in Lacedämon liefen, ἐπευχόμενοί τι τῇ πόλει χρηστόν.
-
3 ἀνά-δρομοι
ἀνά-δρομοι ἰχϑύες, die aus dem Meere in die Flüsse hinaufziehen, Alex. Trall.
-
4 Φέρνουν, ξέρεις, όλοι οι δρόμοι στην επτάλοφη τη Ρώμη
• Все дороги ведут в РимИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Φέρνουν, ξέρεις, όλοι οι δρόμοι στην επτάλοφη τη Ρώμη
-
5 καλλι-στάδιος
καλλι-στάδιος, mit schöner Rennbahn, δρόμοι Eur. I. T. 437.
-
6 δρόμος
δρόμος, ὁ, der Lauf (δραμεῖν); Homer: von Menschen, Wettlauf, im singular., Odyss. 8, 121 Iliad. 23, 758. 768; von Pse rden, im singular., Wettlauf Iliad. 23, 300. 361. 373. 375. 526, in der Schlacht Iliad. 18, 281; Pl atz zum Laufen, Rennbahn, für Pferde, im singular. Iliad. 23, 321 ἵπποι δὲ πλανόωνται ἀνὰ δρόμον, im plural. Odyss. 4, 605 ἐν δ' Ἰϑάκῃ οὔτ' ἂρ δρόμοι εὐρέες οὔτε τι λειμών. – Folgende: 1) der Lauf, das Rennen; Tragg., auch im plur., Aesch. Prom. 838, wie Hippocr.; vom Laufe der Gestirne, Plat. Ax. 370 b; δρόμῳ χωρεῖν, ἰέναι, ἔρχεσϑαι, ϑεῖν u. ä., Thuc. 3, 4 Plat. Crat. 397 d u. A., schnell gehen, laufen; bes. beim Heere, = im Sturmschritt, Xen. An. 1, 8, 18, wo Krüger mehr Beispiele beibringt; ἅπαντι χρῆσϑαι τῷ δρόμῳ, aus allen Kräften laufen, Luc. dom. 10; Her. sagt περὶ τοῠ παντὸς δρόμον ϑεῖν, einen entscheidenden Kampf bestehen, 8, 74; vgl. τὸν περὶ ψυχῆς δρόμον δραμεῖν, den Wettlauf ums Leben, Ar. Vesp. 376; Plat. Theaet. 175 a. – 2) der freie Platz zum Laufen, die Rennbahn, Soph. El. 703. 738 u. Folgde. – Bei Plat. auch ein Ort zum Spazierengehen, τῶν ἐν τοῖς δρόμοις περιπάτων Phaedr. 227 b; der auch bedeckt ist, περιεπατείτην ἐν τῷ καταστέγῳ δρόμῳ Euthyd. 273 a; vgl. ἐν τῷ ἔξω δρόμῳ (Halle?) ἠλείφοντο Theaet. 144 c. Dah. Ἀκαδήμου, die Akademie, Eupol. bei D. L. 3, 7. Von einer Vorhalle eines Tempels Strab. XVII p. 805; u. nach Hesych. auch die Orchestra, od. der Theil derselben, auf welchem der Chor eintritt. – Uebertr.; ἔξω δρόμου φέρεσϑαι Aesch. Prom. 885, wie ἐκ δρόμου πεσὼν τρἐχω, von der Laufbahn abschweifen, vom Ziel abkommen; vgl. Ch. 1018; οὐδέν ἐστ' ἔξω δρόμου, es ist nicht ungehörig, unzweckmäßig, 507; so ἐκτὸς δρόμου φέρεσϑαι Plat. Crat. 414 b.
-
7 ἀν-ίδρῡτος
ἀν-ίδρῡτος, 1) nicht festgestellt, rastlos, δρόμοι Eur. I. T. 941; καὶ ἀνέστιος Plut. fac. orb. lun. 11. Dah. unbeständig, veränderlich, γνώμη Phil. – 2) keinem Menschen Stand haltend, menschenfeindlich, vgl. ἀΐδρυτος, Dem. neben ἄμικτος 25, 52, Schol. ἀνεξίλαστος.
-
8 ὁπλίτης
ὁπλίτης, ὁ, schwer bewaffnet, in voller, schwerer Rüstung; δρόμοι, Pind. I. 1, 23; ἀνήρ, Aesch. Spt. 699; bes. subst., der Schwerbewaffnete, Eur. oft, Her. und sonst in Prosa, oft im Ggstz von ψιλός, wie Her. 9, 30, von γυμνῆτες, 9, 63; von ψιλός Thuc. 1, 106. 4, 125; Plat. im Ggstz von ἱππεύς Rep. VII, 552 a, von τοξόται Critia. 119 b; Folgde. Sie führen die große Lanze, δόρυ, und den großen Schild, ὅπλον, von dem sie benannt sind, wie πελταστής nach dem kleinen Schilde, πέλτη.
-
9 ὑπερ-μήκης
ὑπερ-μήκης, ες, überlang, übermäßig lang; Her. 7, 128. 8, 140; δρόμοι Aesch. Prom. 593; – βοά, ein weithin tönendes Geschrei, Pind. Ol. 7, 37; u. in späterer Prosa.
-
10 ἡνι-οχέω
ἡνι-οχέω, später übliche Form für das Vorige; οὐκ ἀλλοτρίων, ἀλλ' οἰκείων μουσῶν στόμαϑ' ἡνιοχήσας Ar. Vesp. 1022; ἡνιοχεῦσι τὰ ἅρματα ἐς τὸν πόλεμον Her. 4, 193; c. gen., ἡμῶν ὁ ἄρχων ξυνωρίδος ἡνιοχεῖ Plat. Phaedr. 246 b; pass., ἵππος ἄπληκτος κελεύματι μόνον καὶ λόγῳ ἡνιοχεῖται 253 d; öfter bei Sp.; übertr., lenken, regieren, Μουσῶν στόματα Ar. Vesp. 1022, αὐτούς Luc. D. D. 12, 2; Anth., μηνῶν ἁνιοχεῦντο δρόμοι Ep. ad. 646 (VII, 482).
-
11 αβληχρος
31) слабый, бессильный, немощный(χείρ, τείχεα Hom.)
2) легкий, тихий, безмятежный(θάνατος Hom.)
3) медленный(νόσος, δρόμοι Plut.)
-
12 ανιδρυτος
21) неоседлый, бродячий, скитальческий(δρόμοι Eur.; ἄοικος καὴ ἀ. Plut.)
2) необщительный; неуживчивый(ἄσπειστος καὴ ἀ. Dem.)
-
13 ασπιδοδουπος
-
14 γναμπτος
-
15 δρομος
ὅ1) тж. pl. бегἵππους δρόμου ἆσαι Hom. — утомить коней скачкой;ἅπαντι χρῆσθαι τῷ δρόμῳ Luc. — бежать изо всех сил2) воен. форсированный марш3) (быстрое) движение, бег(νεφέλης Eur.; δρόμοι ἡλίου τε καὴ σελήνης Plat.)
4) состязание в беге, пробег, бега(ἀπὸ νύσσης τέτατο δ. Hom.; δρόμον προκηρύσσειν Soph.)
5) дорожка или площадь для состязаний в беге, ристалище(ἵπποι πλανόωνται ἀνὰ δοόμον Hom.; ἐμεστώθη δ. κτύπου ἁρμάτων Soph.)
ἔξω или ἐκτὸς δρόμου φέρεσθαι Aesch., Plat. и ἐκ δρόμου πίπτειν Aesch. — отклониться от дороги или от цели;οὐδέν ἐστ΄ ἔξω δρόμου Aesch. — нелишне, вполне уместно6) состязание, борьба(περὴ ψυχῆς Arph., Plat.)
περὴ τοῦ παντὸς δρόμον θεῖν Her. — вступить в решительный бой7) ( при ходьбе) круг, конецδύ΄ ἢ τρεῖς δρόμους περιεληλυθώς Plat. — сделав два или три конца
8) место для прогулок, аллея(δ. κατάστεγος Plat.; ἐν δρόμοισιν Ἀκαδήμου Diog.L.)
9) путь, расстояние -
16 εκδρομοι
-
17 ηνιοχεω
дор. ἁνιοχέω1) управлять вожжами, править(ἅρματα Her.; συνωρίδος Plat.; λέοντας Luc.)
κελεύσματι μόνον καὴ λόγῳ ἡνιοχεῖται Plat. — (хороший конь) слушается одного лишь словесного убеждения2) управлять, направлять(Μουσῶν στόματα Arph.; διάνοιαν Luc.)
σελάνας τριετεῖς μηνῶν ἁνιοχεῦντο δρόμοι Anth. — исполнилось три года -
18 καλλισταδιος
-
19 παλιμπλαγκτος
-
20 παραφορος
21) влекомый(πρὸς δόξαν Plut.)
2) блуждающий, нетвердый(πούς Eur.; δρόμοι Plut.)
3) отклоняющийся, бьющий мимо(σκοποῦ Plat.)
4) расстроенный, помешанныйπ. τῆς ξυνέσεως Plat. — лишившийся рассудка
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δρόμοι — δρόμος course masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek
Mikis Theodorakis — (Μίκης Θεοδωράκης) Mikis Theodorakis in 2004 Background information Born July 29, 1925 (1925 07 29) (age 86) … Wikipedia
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
επικοινωνίας, οδοί — Κατευθυντήριες που ακολουθεί ο άνθρωπος στις μετακινήσεις του. Είναι δυνατόν να είναι χερσαίες (οδικές και σιδηροδρομικές), ποτάμιες ή σε πλωτές διώρυγες, λιμναίες, θαλάσσιες και εναέριες. Ο άνθρωπος επεμβαίνει με την εργασία του μόνο σε ό,τι… … Dictionary of Greek
συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek