Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γναμπτός

См. также в других словарях:

  • γναμπτός — γναμπτός, ή, όν (Α) [γνάμπτω] 1. κυρτός, καμπύλος («γναμπτοῑς ἀγκίστροισιν») 2. εὔκαμπτος, ευλύγιστος («ἐνὶ γναμπτοῑσι μέλεσι» στα ευλύγιστα, ζωντανὰ του μέλη) 3. ευμετάβολος («νόημα γναμπτὸν ἐνι στήθεσσι») …   Dictionary of Greek

  • γναμπτά — γναμπτός curved neut nom/voc/acc pl γναμπτά̱ , γναμπτός curved fem nom/voc/acc dual γναμπτά̱ , γναμπτός curved fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γναμπτόν — γναμπτός curved masc acc sg γναμπτός curved neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γναμπταί — γναμπτός curved fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γναμπτοῖο — γναμπτός curved masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γναμπτοῖς — γναμπτός curved masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γναμπτοῖσι — γναμπτός curved masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γναμπτοῖσιν — γναμπτός curved masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γναμπτοί — γναμπτός curved masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γναμπτούς — γναμπτός curved masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γναμπτῆς — γναμπτός curved fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»