-
1 οπλίτης
-
2 ὁπλίτης
-
3 ὁπλίτης
ὁπλίτης, ὁ, schwer bewaffnet, in voller, schwerer Rüstung; δρόμοι, Pind. I. 1, 23; ἀνήρ, Aesch. Spt. 699; bes. subst., der Schwerbewaffnete, Eur. oft, Her. und sonst in Prosa, oft im Ggstz von ψιλός, wie Her. 9, 30, von γυμνῆτες, 9, 63; von ψιλός Thuc. 1, 106. 4, 125; Plat. im Ggstz von ἱππεύς Rep. VII, 552 a, von τοξόται Critia. 119 b; Folgde. Sie führen die große Lanze, δόρυ, und den großen Schild, ὅπλον, von dem sie benannt sind, wie πελταστής nach dem kleinen Schilde, πέλτη.
-
4 οπλιτης
I1) тяжеловооруженный(ἀνήρ Aesch.; στρατός Eur.)
2) состоящий в вооружении, военный, боевой(κόσμος Eur.)
3) совершаемый в полном вооружении(δρόμος Pind.)
II- ου ὅ тяжеловооруженный воин, гоплит (в вооружение которого входили: δόρυ копье, ξίφος меч, ἀσπίς длинный щит, κράνος шлем, θώραξ броня, κνημῖδες поножи)(οἱ ὁπλῖται καὴ οἱ ψιλοί Thuc.; μήτε ἱππεὺς μήτε ὁ., ὁπλῖται καὴ γυμνῆτες Plat.)
-
5 Οπλιτης
-
6 ὁπλίτης
-
7 ὁπλίτης
A heavy-armed, armed, ὁ. δρόμοι races of men in armour, opp. the naked race (v.στάδιον 11
), Pi.I.1.23 ; called ὁ ὁ. or simply ὁπλίτης ([dialect] Dor., Arc. - τας ) in IG5(1).1120 (Geronthrae, v B. C.), 5(2).550.26 (Lycaeum, iv B. C.), etc. (= τοῦ ὅπλου δρόμος, Paus.6.13.1), cf. ὁπλιτοδρομέω;ἀνὴρ ὁ. A.Th. 717
, E.Supp. 585, etc.; ὁ. στρατός an armed host, Id.Heracl. 800 ; ὁ. κόσμος warrior-dress, armour, ib. 699.II mostly as Subst., ὁπλίτης, ὁ, heavy-armed foot-soldier, man-at-arms, who carried a pike ([etym.] δόρυ ) and a large shield ([etym.] ὅπλον),Ἀθηναίων οἱ στρατηγοὶ καὶ.. οἱ ὁ. IG12.116.25
; ὁπλῖται, opp. ψιλοί, Hdt.9.30, Th. 1.106 ; opp. γυμνῆτες, Hdt.9.63 ; opp. ἱππεῖς, Pl.R. 552a ; opp. τοξόται, Id.Criti. 119b ; to be a ὁπλίτης implied the possession of full civic rights, hence οἱ ὁ., opp. οἱ βάναυσοι, Arist.Pol. 1326a23 ; and, in oligarchical states, opp. ὁ δῆμος, ib. 1305b33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁπλίτης
-
8 ὁπλίτης
ὁ ὁπλίτης, ου гоплит, тяжеловооруженный пехотинец -
9 οπλίτης
ο1) рядовой, солдат; унтер-офицер; 2) πλ. рядовой и унтер-офицерский состав -
10 ὁπλίτης
гоплит, тяжеловооружённый -
11 ὁπλίτης
-ου ὁ N 1 1-0-0-0-0=1 Nm 32,21heavy-armed soldier, warrior -
12 παν-οπλιτης
παν-οπλιτης, ὁ, der ganz, schwer Gerüstete, Tyrt. bei Stob. Flor. 50, 7.
-
13 ἀνθ-οπλίτης
ἀνθ-οπλίτης, ὁ, der gewaffnete Gegner, Lycophr. 64.
-
14 οπλίτα
-
15 ὁπλῖτα
-
16 οπλίτα
ὁπλί̱τᾱ, ὁπλίτηςheavy-armed: masc nom /voc /acc dualὁπλί̱τᾱ, ὁπλίτηςheavy-armed: masc gen sg (doric aeolic) -
17 ὁπλίτα
ὁπλί̱τᾱ, ὁπλίτηςheavy-armed: masc nom /voc /acc dualὁπλί̱τᾱ, ὁπλίτηςheavy-armed: masc gen sg (doric aeolic) -
18 οπλίτας
ὁπλί̱τᾱς, ὁπλίτηςheavy-armed: masc acc plὁπλί̱τᾱς, ὁπλίτηςheavy-armed: masc nom sg (epic doric aeolic) -
19 ὁπλίτας
ὁπλί̱τᾱς, ὁπλίτηςheavy-armed: masc acc plὁπλί̱τᾱς, ὁπλίτηςheavy-armed: masc nom sg (epic doric aeolic) -
20 προς-εταιριστός
προς-εταιριστός, als Freund, Gehülfe zugesellt; ὁπλίτης, ein Krieger, der aus Freundschaft freiwillig mitzieht, Thuc. 8, 100; vgl. D. Cass. 42, 51.
См. также в других словарях:
οπλίτης — Στην ελληνική αρχαιότητα, ο. ονομαζόταν ο στρατιώτης που έφερε βαρύ αμυντικό οπλισμό, σε αντίθεση από τον πελταστή που έφερε ελαφρύ αμυντικό οπλισμό, και τον ψιλό που δεν έφερε καθόλου οπλισμό. Τον οπλισμό του ο. αποτελούσαν οι κνημίδες, ο… … Dictionary of Greek
ὁπλίτης — ὁπλί̱της , ὁπλίτης heavy armed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπλίτης — ο 1. ο στρατιώτης και μάλιστα του πεζικού: Ημερήσια διαταγή προς τους αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και οπλίτες. 2. στους αρχαίους, ο βαριά οπλισμένος στρατιώτης (αντίθ. ψιλός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὁπλῖτα — ὁπλίτης heavy armed masc voc sg ὁπλίτης heavy armed masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλῖται — ὁπλίτης heavy armed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καραμπινιέρος — ο 1. στρατιώτης οπλισμένος με καραμπίνα 2. ιππέας που ανήκει στο βαρύ ιππικό, καραμπινοφόρος 3. οπλίτης τού σώματος τής ιταλικής χωροφυλακής, Ιταλός χωροφύλακας 4. οπλίτης τού σώματος τής ισπανικής τελωνοφυλακής, τελωνοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ … Dictionary of Greek
οπλιτεύω — ὁπλιτεύω (Α) [οπλίτης] 1. υπηρετώ ως οπλίτης, δηλ. ως βαριά οπλισμένος στρατιώτης 2. (το αρσ. πληθ. τής μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ ὁπλιτεύοντες αυτοί που υπηρετούν ως οπλίτες, οι στρατευόμενοι 3. (το αρσ. πληθ. τής μτχ. παθ. παρακμ.) οἱ… … Dictionary of Greek
οπλιτικός — ή, ό (Α ὁπλιτικός, ή, όν) [οπλίτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον οπλίτη αρχ. 1. (για πρόσ.) αυτός που είναι κατάλληλος για υπηρεσία στον στρατό 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὁπλιτική η τέχνη τού να είναι κανείς οπλίτης, δηλ. να χειρίζεται… … Dictionary of Greek
στρατιώτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. στρατιωτίνα Ν θηλ. στρατιῶτις, ώτιδος, ΜΑ απλός πολίτης που υπηρετεί στον Στρατό Ξηράς νεοελλ. 1. (ειδικά) α) οπλίτης που δεν έχει κανένα βαθμό β) (με ευρεία έννοια) κάθε μέλος τού στρατού με οποιονδήποτε βαθμό, ο στρατιωτικός 2.… … Dictionary of Greek
συνοπλίτης — ὁ, Μ αυτός που υπηρετεί ως οπλίτης μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁπλίτης «πολεμιστής, στρατιώτης»] … Dictionary of Greek
συνοπλιτεύω — ΜΑ υπηρετώ ως οπλίτης μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁπλιτεύω «υπηρετώ ως οπλίτης»] … Dictionary of Greek