Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πλό(Ϝ)ος

См. также в других словарях:

  • πολλαπλό — Ένα σημείο Μ, μιας καμπύλης Κ, λέμε ότι είναι πολλαπλό της σημείο με πολλαπλότητα ν (= 2, 3,...), συντόμως: ν πλο, εάν (και μόνον) κατά τη διαγραφή της Κ από ένα σημείο συμβαίνει το σημείο αυτό να περνά ν φορές από τη θέση Μ. Στην περίπτωση που η …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Suffixe — In der Liste griechischer Suffixe werden sowohl alt als auch neugriechische Suffixe aufgelistet, die in viele wissenschaftliche Begriffe und sonstige Fremdwörter in den indogermanischen Sprachen Verwendung fanden und immer noch finden. Siehe auch …   Deutsch Wikipedia

  • Diplopoda —   Diplopoda …   Wikipedia Español

  • ακτοπλοΐα — Κατά λέξη, ο πλους κοντά στις ακτές. Ειδικότερα, η συγκοινωνία μεταξύ των λιμανιών μιας χώρας αλλά και η σχετική ναυτιλία (βλ. λ. ναυσιπλοΐα). * * * η Ναυτ. 1. η ναυσιπλοΐα κοντά στην ακτή. Η τέχνη τής πλεύσης με τη βοήθεια χαρακτηριστικών… …   Dictionary of Greek

  • ατμοπλοΐα — η 1. θαλάσσια συγκοινωνία με ατμόπλοια 2. ατμοπλοϊκή εταιρεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ατμός + πλοΐα < πλο ία < πλόος, πλους < πλέω. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • θανατηγός — θανατηγός, όν (Α) (επίθ. τής Εκάτης) αυτή που επιφέρει τον θάνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + ηγός (< αγός < άγω, με λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει), πρβλ. πλο ηγός, στρατ ηγός] …   Dictionary of Greek

  • ιωχμός — ἰωχμός, ὁ (Α) ιωκή*, καταδίωξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἰωκ σμός, με σίγηση τού σ και τροπή τού άηχου κ σε δασύ χ , < ἰωκή (πρβλ. πλο χμός, ρω χμός). Η μακρότητα τού αρκτικού ι οφείλεται σε μετρικούς λόγους] …   Dictionary of Greek

  • κάρπιμος — η, ο (Α κάρπιμος ον) 1. αυτός που παράγει καρπό, ο καρποφόρος («καρπίμου θέρους», Αισχύλ.) 2. προσοδοφόρος, ωφέλιμος («κάρπιμα ἀγαθά», Αριστοτ.) αρχ. 1. εύπορος, πλούσιος («ἀμέλγει τῶν ξένων τοὺς καρπίμους», Αριστοφ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.)… …   Dictionary of Greek

  • ξυληγός — ξυληγός, όν (Α) αυτός που μεταφέρει ξύλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + ηγός (< ἄγω), πρβλ. πλο ηγός. Το η του τ. οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει] …   Dictionary of Greek

  • ονηγός — ο (Α ὀνηγός και δωρ. τ. ὀναγός) οδηγός όνου, ονηλάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + ηγός (< ἄγω), πρβλ. πλο ηγός. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • πλώιμος — η, ο / πλώϊμος, ον ΝΜΑ ο πλόιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλώω «πλέω» + κατάλ. ιμος (πρβλ. πλό ιμος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»