Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πλέ(Ϝ)ω

См. также в других словарях:

  • πλέ' — πλέο , πέλω come into existence imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) πλέα , πλέος neut nom/voc/acc pl πλέε , πλέος masc voc sg πλέαι , πλέος fem nom/voc pl πλέᾱͅ , πλέος fem dat sg (attic doric aeolic) πλέε , πλέω sail pres imperat act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λε Πλε, Πιερ Γκιγιόμ Φρεντερίκ — (Pierre Guillaume Frédéric Le Play, Λα Ριβιέρ 1806 – Παρίσι 1882). Γάλλος μηχανικός και κοινωνιολόγος. Υπήρξε ο δημιουργός μιας μεθοδολογίας κοινωνικής έρευνας που προσπαθούσε να καθορίσει τα επίπεδα ζωής με τη μελέτη των οικογενειακών… …   Dictionary of Greek

  • Греция во Второй Мировой Войне — Средиземноморский театр военных действий Второй мировой войны Средиземное море • Северная Африка • Мальта • Греция (1940) • Югославия • Греция (1941) • Ирак • Крит • Сирия Ливан • Иран …   Википедия

  • Papyrus 5 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 5 Name P. Oxy. 208 Text Johannes 1; 16; 20 † Sprache …   Deutsch Wikipedia

  • ABDERA — I. ABDERA oppid. Hispan. Baeticae in orâ Australi regni Granatensis, ab Almeriâ (quae in Episcopali sede succeffit) 9. leuc . in Anstrolzbicum. Aliquibus Abdara, fed Abdera Pomp. Melae, l. 2. c. 6. cui tamquam Hifpano, magls fidendum cenfeo. Quin …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PLECTILIS Corona — apud Plautum Bacch. Actu. 1. Sc. 1. v. 37. Pro galea scaphium, pro insigni sit corona plectilis: a plectendo dicta est. Cuiusmodi coronae Graecis sunt ςτέφανοε πλεκτοὶ, Aeschylo ἄνθη πλεκτὰ; Homero Il. X. v. 469. πλεκτὴ ὠναδέσμη. Proprie autem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πετούμενος — η, ο, Ν 1. αυτός που πετάει, ιπτάμενος («πουλί πετούμενο έγινε πια ο άνθρωπος) 2. το ουδ. ως ουσ. το πετούμενο το πτηνό, το πουλί. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. τού ρ. πετώ σχηματισμένη με κατάλ. ούμενος τών μτχ. τών συνηρημένων ρημάτων (πρβλ. μελλ ούμενος, πλε… …   Dictionary of Greek

  • πλεονάκις — ΝΑ, πλεονάκι και πλειονάκις και πλειονάκι Α επίρρ. (ως χρον.) με μεγαλύτερη συχνότητα, συχνότερα αρχ. 1. πολλές φορές, συχνά 2. πάρα πολύ συχνά, με εξαιρετικά μεγάλη συχνότητα 3. με πολλαπλασιασμό με μεγαλύτερο αριθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλε(ῖ)ον, ουδ …   Dictionary of Greek

  • πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… …   Dictionary of Greek

  • Ντεμολέν, Εντμόν — (Edmond Demolins, Μασσαλία 1852 – Λε Ρος, Βερνέιγ 1907). Γάλλος κοινωνιολόγος και παιδαγωγός. Ανήκε στο κίνημα που αντιτασσόταν στον Φρεντερίκ Λε Πλε και που ανάμεσα στους καλύτερους οπαδούς του είχε τον αβά Ανρί ντε Τουρβίλ. Η κοινωνιολογία του… …   Dictionary of Greek

  • pleo..., Pleo... — pleo..., Pleo... und pleio..., Pleio... [aus gr. πλεων bzw. πλειων = mehr]: Bestimmungswort von Zusammensetzungen mit der Bedeutung „mehr, verstärkt, gesteigert, vermehrt“; z. B. : Pleophysie, Pleiochromie …   Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»