Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ϑήῃς

См. также в других словарях:

  • θῄης — θῇος fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήῃς — τίθημι p aor subj act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορφανικός — ή, ό (ΑΜ ὀρφανικός, ή, όν) [ορφανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ορφανό ή στην ορφάνια αρχ. 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που στερήθηκε τους γονείς του, ορφανός («μὴ παῑδ ὀρφανικὸν θήῃς χήρην σε γυναῑκα», Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως… …   Dictionary of Greek

  • πανθηής — ές, Α αυτός που τόν βλέπουν όλοι, ορατός από όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θηής (< θηέομαι, ιων. τ. του θεῶμαι «βλέπω», πρβλ. θηη τός θηη τήρ, απρμφ. αορ. θηή σασθαι)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»