Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

παρανόμως

См. также в других словарях:

  • παρανόμως — παράνομος lawless adverbial παράνομος lawless masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράνομος — η, ο / παράνομος, ον, ΝΜΑ 1. (για ενέργειες, καταστάσεις και πράγματα) αυτός που γίνεται, συμβαίνει ή υπάρχει κατά παράβαση τών νόμων, που δεν είναι σύμφωνος με τους νόμους και τους κανόνες δικαίου και βρίσκεται σε αντίθεση με τα καθιερωμένα ήθη… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… …   Dictionary of Greek

  • беззаконьно — (30) нар. к беззаконьныи: Попузине... монътаноу. и прискилѣ. оутѣшителѩ наречени˫а. безаконьно и бестоудьно прославивъше. (ἀϑεμίτως) КЕ XII, 179а; Максимъ ѡбѣщавъсѩ... ѡ(т)пустити безаконьно жівоущаѩ с нимь. КР 1284, 207в; ибо аще и помазахоусѩ,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • беззаконьнѣ — (4) нар. к беззаконьныи: безаконьнѣ причетавъшиимъсѩ... възбранѥно чистительскааго дѣиства (παρανόμως) КЕ XII, 44б; безакѡ(н)нѣ женѩщагосѩ... праві(л). КР 1284, 25б; блюдете бо безаконнѣ другъ на друга слово ѡбличень˫а (ἀναιδῶς) ФСт XIV, 164а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • PRAECO — multiplici in usu Romae fuit. In auctionibus enim ad hastam stabant, unde Cicer. Philipp. 2. Bona C. Pompeii, voci acerbissimae subiecta Praeconis: et pretia oblata nuntiabant: In contionibus, audientiam faciebant: in Commitiis Magistratuum,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βιώ — (I) βιῶ ( άω) (Α) Ι. πιέζω, στενοχωρώ II. ( ώμαι) 1. παρασύρομαι βίαια, υποχωρώ στη βίαιη δύναμη κάποιου 2. μεταχειρίζομαι βία εναντίον κάποιου 3. αναγκάζω κάποιον, επιβάλλω σε κάποιον κάτι 4. βιάζω γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βία, αν και το βιώμαι,… …   Dictionary of Greek

  • ενθυλακώνω — 1. βάζω κάτι στην τσέπη, ιδιοποιούμαι κάτι αδίκως ή παρανόμως, τσεπώνω 2. κλείνω μέσα σε θύλακο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + θυλακώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Δημ. Καρέκλη] …   Dictionary of Greek

  • ιδιοποίηση — (Νομ.). Όρος που αναφέρεται στο ποινικό δίκαιο (άρθρο 375 Ποινικού Κώδικα), για τα αδικήματα κατά της περιουσίας (κλοπή, υπεξαίρεση κλπ.). Εκεί προβλέπεται η ποινή για όποιον ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα. Η ι.… …   Dictionary of Greek

  • παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… …   Dictionary of Greek

  • παρασυλώ — άω, Μ διαπράττω σύληση, αφαιρώ παρανόμως κάτι, διαρπάζω, απογυμνώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + συλῶ «λεηλατώ»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»