-
1 ανοσία
ἀνοσίᾱ, ἀνόσιοςunholy: fem nom /voc /acc dualἀνοσίᾱ, ἀνόσιοςunholy: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ἀνοσίᾱ, ἀνοσίαfredom from sickness: fem nom /voc /acc dualἀνοσίᾱ, ἀνοσίαfredom from sickness: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀνοσίᾱͅ, ἀνόσιοςunholy: fem dat sg (attic doric aeolic)ἀνοσίᾱͅ, ἀνοσίαfredom from sickness: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ανόσια
-
3 ἀνόσια
-
4 ἀνοσία
-
5 ἀνοσία
Βλ. λ. ανοσία -
6 ἀνοσίᾳ
Βλ. λ. ανοσία -
7 ανοσία
η иммунитет, невосприимчивость к болезни -
8 ανοσία
[аносиа] ома. Θ. воспримчивость к болезни, иммунитет.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ανοσία
-
9 ανοσία
[аносиа] ома. Θ. воспримчивость к болезни, иммунитет. -
10 ἀνοσία
-
11 ανοσία
(hastalığa) direnç, bağışıklık, dokunulmazlık -
12 ανοσία
immunité -
13 ανοσία
1) immunitet (m) rzecz.2) nietykalność (f) rzecz.3) odporność (f) rzecz. -
14 ανοσία
1) chráněnost2) imunita -
15 ανοσία
immunityΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ανοσία
-
16 immunité
ανοσία -
17 chráněnost
ανοσία -
18 imunita
ανοσία -
19 immunitet
ανοσία -
20 nietykalność
ανοσία
См. также в других словарях:
ἀνοσία — ἀνοσίᾱ , ἀνόσιος unholy fem nom/voc/acc dual ἀνοσίᾱ , ἀνόσιος unholy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀνοσίᾱ , ἀνοσία fredom from sickness fem nom/voc/acc dual ἀνοσίᾱ , ἀνοσία fredom from sickness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοσίᾳ — ἀνοσίᾱͅ , ἀνόσιος unholy fem dat sg (attic doric aeolic) ἀνοσίᾱͅ , ἀνοσία fredom from sickness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανοσία — Γενικά σημαίνει την έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα του οργανισμού να μην παρουσιάζει διαταραχές, όταν έρχεται σε επαφή με παθογόνους παράγοντες που κανονικά έχουν βλαβερή επίδραση· ειδικότερα όμως με τον όρο α. εννοείται η κατάσταση κατά την οποία o… … Dictionary of Greek
ανοσία — η φυσική ή επίκτητη αντίσταση ενός οργανισμού σε ορισμένες αρρώστιες, ώστε να μην προσβάλλεται απ αυτές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνόσια — ἀνόσιος unholy neut nom/voc/acc pl ἀνόσιος unholy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοσίας — ἀνοσίᾱς , ἀνόσιος unholy fem acc pl ἀνοσίᾱς , ἀνόσιος unholy fem gen sg (attic doric aeolic) ἀνοσίᾱς , ἀνοσία fredom from sickness fem acc pl ἀνοσίᾱς , ἀνοσία fredom from sickness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοσίαι — ἀνοσίᾱͅ , ἀνόσιος unholy fem dat sg (attic doric aeolic) ἀνοσίᾱͅ , ἀνοσία fredom from sickness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοσίαν — ἀνοσίᾱν , ἀνόσιος unholy fem acc sg (attic doric aeolic) ἀνοσίᾱν , ἀνοσία fredom from sickness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόσι' — ἀνόσια , ἀνόσιος unholy neut nom/voc/acc pl ἀνόσια , ἀνόσιος unholy neut nom/voc/acc pl ἀνόσιε , ἀνόσιος unholy masc voc sg ἀνόσιε , ἀνόσιος unholy masc/fem voc sg ἀνόσιαι , ἀνόσιος unholy fem nom/voc pl ἀνόσιαι , ἀνοσία fredom from sickness fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀνόσια — ἀνόσια , ἀνόσιος unholy neut nom/voc/acc pl ἀνόσια , ἀνόσιος unholy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek