-
1 νωτος
ὅ и νῶτον τό тж. pl.1) спинаκατὰ νῶτα и κατὰ νώτου Thuc. — сзади, с тылу;
πίπτειν ἐπὴ νώτῳ Aesch. — падать на спину, т.е. терпеть крушение;τὰ νῶτα ἐντρέπειν и ἐπιστρέψαι Her., δοῦναι и δεῖξκι Plut. — обращать тыл, обратиться в бегство2) спина, хребет(αἰγός, δράκοντος Hom.)
3) поверхность(θαλάσσης Hom.; πόντου Eur.; γαίας Pind.)
τὰ ἕσπερα νῶτα Eur. — западные края;ὅ τοῦ οὐρανοῦ ν. Plat. — небесный свод;ἀπήνης νώτοισι Eur. — на колеснице;τύμβου ἐπὴ νώτῳ Eur. — на могиле -
2 νῶτος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > νῶτος
-
3 νώτος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > νώτος
-
4 νῶτος
спина, хребет.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > νῶτος
-
5 νωτον
-
6 αιπυνωτος
-
7 ακυμων
-
8 αντινωτος
-
9 βαρυνωτος
-
10 Γοργονωτος
-
11 δοχμιος
31) косой, косвенныйδοχμίαν κέλευθον ἐμβαίνων Eur. — свернув с дороги2) наклонный, крутой(κλιτύς Eur.)
3) кривой, согнутый(νῶτος Anth.)
4) стих. = δοχμιακός См. δοχμιακος -
12 ερυμνονωτος
-
13 ευνωτος
-
14 ευρυνωτος
-
15 πλατυνωτος
-
16 ποικιλονωτος
-
17 πτιλονωτος
-
18 πυρσονωτος
-
19 σιδηρονωτος
-
20 τερεμνονωτος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
νώτος — νῶτος, ὁ (Α) βλ. νώτο … Dictionary of Greek
νῶτος — νῶτον back masc nom sg νῶτος back masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νῶτοι — νῶτος back masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νώτους — νῶτος back masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρύνωτος — εὐρύνωτος, ον (Α) αυτός που έχει ευρέα νώτα, φαρδιές πλάτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + νωτος (< νώτα), πρβλ. πλατύ νωτος, υψηλό νωτος] … Dictionary of Greek
κακόνωτος — κακόνωτος, ον (Α) (για ψάρι) αυτός που έχει ακάθαρτα νώτα, ρυπαρή ράχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + νωτος (< νώτον), πρβλ. ευρύ νωτος, ποικιλό νωτος] … Dictionary of Greek
κυφόνωτος — κυφόνωτος, ον (Α) αυτός που έχει κυρτά νώτα, καμπούρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυφός + νωτος (< νῶτον), πρβλ. σιδηρό νωτος, χαλκό νωτος] … Dictionary of Greek
πτιλόνωτος — ον, Α φρ. «πτιλόνωτος κάμπη» κάμπια με μεμβρανώδη ράχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτίλον «πούπουλο» + νωτος (< νῶτον), πρβλ. οστρακό νωτος, χαλκό νωτος] … Dictionary of Greek
φοινικόνωτος — ον, Α αυτός που έχει κόκκινα νώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + νωτος (< νῶτον), πρβλ. εὐρύ νωτος, ποικιλό νωτος] … Dictionary of Greek
χαλκεόνωτος — ον, ΜΑ, και χαλκόνωτος Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει χάλκινα νώτα (α. «χαλκεόνωτα κύμβαλα», Νόνν. β. «χαλκόνωτον ασπίδα τήνδ », Ευρ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο / χαλκ(ο) * + νωτος (< νῶτον), πρβλ. εὐρύ νωτος, ποικιλό νωτος] … Dictionary of Greek
ποικιλόνωτος — ον, Α (για ζώα) αυτός που έχει ποικιλόχρωμα νώτα, αιολόνωτος* («κτεῑνε... ποικιλόνωτον ὄφιν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + νωτος (< νῶτον), πρβλ. ευρύ νωτος] … Dictionary of Greek