-
1 αντινωτος
См. также в других словарях:
αντίνωτος — ἀντίνωτος, ον (Α) πληθ. ἀντίνωτοι αυτοί που βρίσκονται πλάτη με πλάτη … Dictionary of Greek
ἀντινώτους — ἀντίνωτος back to back masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)