-
1 ερυμνονωτος
-
2 τερεμνονωτος
См. также в других словарях:
ερυμνόνωτος — ἐρυμνόνωτος, ον (Α) (για οστρακοφόρα) αυτός που έχει οχυρωμένα τα νώτα του … Dictionary of Greek
1 ερυμνονωτος
2 τερεμνονωτος
ερυμνόνωτος — ἐρυμνόνωτος, ον (Α) (για οστρακοφόρα) αυτός που έχει οχυρωμένα τα νώτα του … Dictionary of Greek