-
1 λεων
1) лев(αἴθων, ὠμοφάγος, χαροπός, ὀρεσίτροφος Hom.; ὡς λ. ὠρυόμενος NT.)
οἴκοι μὲν λέοντες, ἐν μάχῃ δ΄ ἀλώπεκες Arph. погов. — дома они львы, в бою же - лисицы2) (= λεοντῆ См. λεοντη) львиная шкура Luc. -
2 Λεων
- οντος ὅ Леонт ( местность близ Сиракуз) Thuc. -
3 Λέων
Λέων οЛеон –1) имя некоторых святых Православной Церкви;2) мужское имяЭтим.дргр. «лев» -
4 λέων
-
5 λέων
ὁ λέων, οντος лев (ср. лат. 1ео; личн. имя Λέων, Λεωνίδας) -
6 λέων
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > λέων
-
7 λέων
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > λέων
-
8 λέων
лев.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λέων
-
9 λέων
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λέων
-
10 λειουσι
-
11 λειων
-
12 λις
-
13 αγροτερος
I3полевой, степной, дикий(ἡμίονοι, αἶγες, σῦς, ἔλαφος Hom.; λέων Pind.; θηρία Theocr.; ἐλαία Anth.)
IIὅ поселянин, крестьянин Anth. -
14 αιματορροφος
-
15 αινολεων
-
16 αλαστωρ
1) каратель, мстительἀ. Ἀτρέως Aesch. — мститель за преступление Атрида;
ἐξ ἀλαστόρων νοσεῖν Soph. — быть одержимым духами мщения2) преступник, злодей, нечестивец ( навлекающий кару на все общество) Aesch., Soph.; бран. негодяй, изверг3) губитель, бичβουκόλων ἀ. λέων Soph. — (Немейский) лев, бич пастухов
-
17 αντιλεων
-
18 απροσηγορος
21) неприветливый, неласковый(στόμα Soph.; τὸ πλῆθος Plut.)
2) неприступный, свирепый (sc. λέων Soph.) -
19 βαθυστερνος
-
20 βαρυφθογγος
См. также в других словарях:
Λέων — masc nom sg Λής masc gen pl (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέων — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
Λέων ο Αφρικανός — (Χασάν Ιμπν Μοχάμαντ αλ Μπαζάν, 1494 – 1552;). Άραβας γεωγράφος. Καταγόταν από οίκο ευγενών της Γρενάδα. Μετά την κατάλυση του αραβικού κράτους στην Ισπανία, σπούδασε στο Φεζ και στη συνέχεια ταξίδεψε στη βόρεια Αφρική και στη νοτιοδυτική Ασία.… … Dictionary of Greek
Λεῶν — Λεώς men masc gen pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεῶν — λαός men masc gen pl (ionic) λεάζω to be smooth fut part act masc voc sg λεάζω to be smooth fut part act neut nom/voc/acc sg λεάζω to be smooth fut part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεών — Λεώ̆ν , Λεώς men masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεών — λαός men masc acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λέων ο Τριπολίτης — (τέλη 9ου – μέσα 10ου αι. μ.Χ.). Εξισλαμισμένος χριστιανός πειρατής από την Τρίπολη της Φοινίκης. Επιδόθηκε πολύ νέος στην πειρατεία και απέκτησε δικό του πειρατικό στόλο. Επιδεικνύοντας τόλμη και αγριότητα, αλλά και βοηθούμενος από το πειρατικό… … Dictionary of Greek
Άγιος Λέων — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 390 μ., 428 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νησιού, νοτιοανατολικά του όρμου Έξω Χώρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρτεμισίων του νομού Ζακύνθου … Dictionary of Greek
Αλλάτιος, Λέων — (Χίος 1587 – Ρώμη 1669).Θεολόγος και φιλόλογος, από τους πιο σπουδαίους Έλληνες λόγιους της τουρκοκρατίας. Γεννήθηκε στη Χίο από ορθόδοξους γονείς, αλλά υπό την επιρροή του καθολικού θείου του, που ήταν και ο πρώτος του δάσκαλος, άρχισε να… … Dictionary of Greek