-
1 παγουρος
-
2 πάγουρος
ο краб -
3 αμμοδυοτας
-
4 ατραχηλος
-
5 ερυμνονωτος
-
6 οπισθοβαμων
-
7 οστρακοχροος
-
8 ραιβοσκελης
-
9 τερεμνονωτος
-
10 πάγουρας
ο см. πάγουρος -
11 παγούρι
τό1) фляга, фляжка, манерка; 2) см. πάγουρος
См. также в других словарях:
πάγουρος — crab masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάγουρος — Δεκάποδο καρκινοειδές, της οικογένειας των παγουριδών. Το σώμα περιλαμβάνει τον κεφαλοθώρακα, πολύ σκληρό, επειδή καλύπτεται από τον ισχυρά χιτινώδη εξωσκελετό, και τη μαλακή κοιλιά, που ο π. την προστατεύει από τους επιτιθέμενους τοποθετώντας… … Dictionary of Greek
πάγουρος — ο είδος κάβουρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παγούρω — πάγουρος crab masc nom/voc/acc dual πάγουρος crab masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγούροις — πάγουρος crab masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγούρου — πάγουρος crab masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγούρους — πάγουρος crab masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγούρων — πάγουρος crab masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παγούρῳ — πάγουρος crab masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάγουροι — πάγουρος crab masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάγουρον — πάγουρος crab masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)