-
1 βλαισος
31) искривленный в наружную сторону(πόδες τοῦ ἀστακοῦ Arst.)
2) кривоногий(καρκίνοι Batr.; ἄνθρωποι Xen., Arst.)
3) извивающийся, вьющийся(κισσός Anth.)
4) развесистый, раскидистый(πλατάνιστος Anth.)
-
2 δικαρηνος
-
3 Ηρακλεωτικος
-
4 λοξοβατης
-
5 νωτακμων
-
6 οστοφυης
-
7 οστρακοδερμος
-
8 οστρακωδης
2черепкообразный, т.е. покрытый жесткой кожей(οἱ καρκίνοι Arst.)
, панцирем(ἥ χελώνη Arst.)
, скорлупой -
9 πλατυνωτος
-
10 χειροτενιον
-
11 ψαλιδοστομος
См. также в других словарях:
Καρκίνοι — Καρκίνος crab masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρκίνοι — καρκίνος crab masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Palindrome — Palindromes redirects here. For the film, see Palindromes (film). See also: Constrained writing A palindrome is a word, phrase, number, or other sequence of units that can be read the same way in either direction, with general allowances for… … Wikipedia
CABIRI vel CABERI — CABIRI, vel CABERI Dii Phaenicum, qui Beryti maxime colebantur. Sanchoniathon apud Euseb. l. 1. Praep. Euang. Καὶ ἐτὶ τούτοις ὁ Κ???όνος Βυβλον μὲν τὴν πόλιν θεᾷ Βααλθίδι τῇ καὶ Διώνῃ διδωσι. Βηρυτὸν δὲ Ποσειδῶνι, καὶ Καβείροις.. Damascius apud… … Hofmann J. Lexicon universale
γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… … Dictionary of Greek
κάπνισμα — I Εισπνοή καπνού, προερχόμενου από καιόμενη ουσία (όπως τα φύλλα του ομώνυμου φυτού). Αποτελεί μία συνήθεια που προήλθε από τους γηγενείς της αμερικανικής ηπείρου. Ως τρόποι κ. αναφέρονται το τσιγάρο, η πίπα, το πούρο και –καταχρηστικά, επειδή η… … Dictionary of Greek
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
νωτάκμων — νωτάκμων, ονος, ό, ἡ (Α) αυτός που έχει θωρακισμένα τα νώτα του («νωτάκμονες... καρκίνοι», Βατραχομ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + ἄκμων «σιδερένια βάση, αμόνι»] … Dictionary of Greek
καβούρια — Καρκινοειδή μαλακόστρακα (καρκίνοι) της μεγάλης υπόταξης των βραχυούρων, της τάξης των δεκαπόδων. Ο κεφαλοθώρακας των αρθροπόδων αυτών είναι αρκετά ανεπτυγμένος και έχει πολυγωνικό ή στρογγυλό σχήμα, ανάλογα με το είδος. Το κοιλιακό τμήμα είναι… … Dictionary of Greek
λεμφώματα — Κακοήθη νεοπλάσματα (καρκίνοι) του λεμφικού ιστού. Ταξινομούνται ανάλογα με την ιστολογική τους εικόνα. Ο πιο συνηθισμένος τύπος λ. σε νέους ανθρώπους είναι η νόσος του Hodgkin. Όλοι οι υπόλοιποι κακοήθεις όγκοι του λεμφικού ιστού είναι γνωστοί… … Dictionary of Greek