-
1 ποικιλονωτος
-
2 οφις
- εως и εος, ион. ιος ὅ (ο иногда долгое)1) змея(αἰόλος Hom.; ποικιλόνωτος Pind.; ψυχρός Theocr.)
πτηνὸς ὄ. Aesch. — пернатая змея, т.е. стрела2) змейка ( род змеевидного браслета) Men.
См. также в других словарях:
ποικιλόνωτος — with back of various hues masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλόνωτος — ον, Α (για ζώα) αυτός που έχει ποικιλόχρωμα νώτα, αιολόνωτος* («κτεῑνε... ποικιλόνωτον ὄφιν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + νωτος (< νῶτον), πρβλ. ευρύ νωτος] … Dictionary of Greek
ποικιλόνωτον — ποικιλόνωτος with back of various hues masc/fem acc sg ποικιλόνωτος with back of various hues neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλόνωτοι — ποικιλόνωτος with back of various hues masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek
ποικιλόρραχος — ον, Α αυτός που έχει ποικιλόχρωμη ράχη, ποικιλόνωτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + ρραχος (< ῥάχις)] … Dictionary of Greek