Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

νομιτεύομαι

См. также в других словарях:

  • νομιτεύομαι — (Α) 1. (σχετικά με νομίσματα ή σταθμά) έχω σε ισχύ 2. είμαι σε κυκλοφορία, ισχύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. μτγν. τ. τού νομιστεύομαι (πρβλ. θεμιστεύω θεμιτεύω)] …   Dictionary of Greek

  • νομιτευομένης — νομιτεύομαι pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομιτεύει — νομιτεύομαι pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομιτεύεται — νομιτεύομαι pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»