Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

νομιστεύομαι

См. также в других словарях:

  • νομιστευομένων — νομιστεύομαι to be current pres part mp fem gen pl νομιστεύομαι to be current pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομιστευομένην — νομιστεύομαι to be current pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομιστευομένου — νομιστεύομαι to be current pres part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομιστεύεσθαι — νομιστεύομαι to be current pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομιστεύεται — νομιστεύομαι to be current pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομιστεύω — (Α) [νομιστός] 1. (σχετικά με νόμισμα) έχω σε κυκλοφορία, χρησιμοποιώ ως νόμισμα 2. (συν. το παθ.) νομιστεύομαι α) είμαι σε χρήση, ισχύω («τῆς δωροδοκίας ἐπιπολαζούσης... καὶ τοῡ χαρακτῆρος τούτου νομιστευομένου παρὰ τοῑς Αἰτωλοῑς», Πολ.) β) (για …   Dictionary of Greek

  • νομιτεύομαι — (Α) 1. (σχετικά με νομίσματα ή σταθμά) έχω σε ισχύ 2. είμαι σε κυκλοφορία, ισχύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. μτγν. τ. τού νομιστεύομαι (πρβλ. θεμιστεύω θεμιτεύω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»