Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

νομιμότης

См. также в других словарях:

  • νομιμότης — observance of law fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομιμότητα — νομιμότης observance of law fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομιμότητι — νομιμότης observance of law fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομιμότητος — νομιμότης observance of law fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομιμότητα — Γενική αρχή της έννοιας του σύγχρονου κράτους, που αντιπαραβάλλεται στην έννοια της σκοπιμότητας και την έννοια της αυθαιρεσίας. Γενικά, στη σύγχρονη πολιτειολογία επικρατεί η αρχή του «κράτους του νόμου», με την οποία κάθε εκδήλωση αρχής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»