-
1 διανομή
διανομῆι, διανομεύςdistributor: masc dat sg (epic ionic)διανομήdistribution: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 διανομῇ
διανομῆι, διανομεύςdistributor: masc dat sg (epic ionic)διανομήdistribution: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 διανομη
ἥ1) раздел, раздача(χρημάτων Arst.; ἐπαρχιῶν διανομαί Plut.; διανομαὴ ἄφιλοι Aesch. - v. l. διαρταμή и διατομή)
; распределение (sc. τῶν μαθημάτων Plat.)2) установление, порядок(παλαιαὴ διανομαί Aesch.; δ. τῶν πραγμάτων Plut.)
-
4 διανομή
διανομήdistribution: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 διανομή
-
6 διανομή
[дьянэми] ουσ θ раздача, распределение. -
7 διανομή
el repartiment -
8 διανομή
διανομ-ή, ἡ,A distribution, Pl.R. 535a, Arist.Pol. 1329b41, etc.;παλαιὰς δ. καταφθίσας A.Eu. 727
;μισθῶν διανομαί Plu.Per.9
; esp. of doles or largess, IG12(5).663.22 ([place name] Syros), 951.13 ([place name] Tenos), M.Ant. 1.16, Luc.Pisc.41, App.BC1.27.II regulation,τῇ δ. τῶν πραγμάτων ἕπεσθαι Plu.2.102e
;τὴν τοῦ νοῦ δ. ἐπονομάζοντας νόμον Pl.Lg. 714a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διανομή
-
9 διανομή
-
10 διανομή
distribution -
11 διανομή
1) assignation2) distributionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > διανομή
-
12 διανομαί
διανομήdistribution: fem nom /voc pl -
13 διανομήν
διανομήdistribution: fem acc sg (attic epic ionic) -
14 διαρταμη
-
15 διατομη
-
16 ισοπεδωτικός
η, ό уравнительный;ισοπεδωτική διανομή — уравнительное распределение
-
17 διανομάς
-
18 διανομᾶς
-
19 διανομής
διανομεύςdistributor: masc nom plδιανομεύςdistributor: masc nom /voc plδιανομήdistribution: fem gen sg (attic epic ionic) -
20 διανομῆς
διανομεύςdistributor: masc nom plδιανομεύςdistributor: masc nom /voc plδιανομήdistribution: fem gen sg (attic epic ionic)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διανομή — distribution fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανομή — Όρος που στην οικονομία περιγράφει το σύνολο των πράξεων οι οποίες είναι αναγκαίες για την προώθηση των καταναλωτικών αγαθών από τον παραγωγό στον καταναλωτή. Η διαδικασία για να φτάσουν τα αγαθά, τα προϊόντα και τα εμπορεύματα από τον τόπο… … Dictionary of Greek
διανομή — η το μοίρασμα και η παράδοση αντικειμένων στους δικαιούχους: Η διανομή της περιουσίας του στους κληρονόμους ήταν απόλυτα δίκαιη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διανομῇ — διανομῆι , διανομεύς distributor masc dat sg (epic ionic) διανομή distribution fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανομαῖς — διανομή distribution fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανομαί — διανομή distribution fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανομήν — διανομή distribution fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανομῶν — διανομή distribution fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
αναδιανομή — η 1. η εκ νέου διανομή, ανακατανομή 2. (Οικον.) (ή ανακατανομή τού εισοδήματος) η δικαιότερη διανομή τού εισοδήματος μεταξύ τών διαφόρων κοινωνικών ομάδων τού πληθυσμού με σκοπό τη μείωση τής απόστασης που χωρίζει τους πολύ πλούσιους από τους… … Dictionary of Greek
εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… … Dictionary of Greek