Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

νεμέ-τωρ

См. также в других словарях:

  • νεμέτωρ — νεμέτωρ, ορος, ὁ (Α) αυτός που απονέμει δικαιοσύνη, κριτής, τιμωρός, εκδικητής («τώς νιν Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < δισύλλαβο θ. νεμε τού ρ. νέμω (πρβλ. νέμε σις*) + επίθημα τωρ, πιθ. κατά το γενέ τωρ (βλ. και λ.… …   Dictionary of Greek

  • νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»