Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

μυλίτης

См. также в других словарях:

  • μυλίτης — molar tooth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλίτης — ο (ΑΜ μυλίτης) 1. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μύλη, σε μυλόπετρα («μυλίτης λίθος») 2. τραπεζίτης, γομφίος νεοελλ. 1. ο λίθος από τον οποίο κατασκευάζονται οι μυλόπετρες 2. μυλόπετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + επίθημα ίτης (πρβλ. στυλ… …   Dictionary of Greek

  • μυλίται — μυλίτης molar tooth masc nom/voc pl μυλίτᾱͅ , μυλίτης molar tooth masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλιτῶν — μυλίτης molar tooth masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλίταις — μυλίτης molar tooth masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλίτην — μυλίτης molar tooth masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλίτου — μυλίτης molar tooth masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυλίτῃ — μυλίτης molar tooth masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύλη — η (ΑΜ μύλη) 1. χειρόμυλος 2. το στρογγυλό οστό τής επιγονατίδας 3. σαρκώδης όγκος τής μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών τού πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε …   Dictionary of Greek

  • ψευδομυλίτης — ο, Ν (παλ. όρος) (για δόντι) μυλίτης θηλαστικού που εμφανίζεται κατά την πρώτη οδοντοφυΐα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + μυλίτης] …   Dictionary of Greek

  • μυλίτας — μυλίτᾱς , μυλίτης molar tooth masc acc pl μυλίτᾱς , μυλίτης molar tooth masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»