Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καλλωπίσματα

См. также в других словарях:

  • καλλωπίσματα — καλλώπισμα ornament neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ORNAMENTUM est — quod corporis ornandi et venustatis gratiâ paratur, l. argum. §. Ornam. cum §. seq. et leg. Ornamentor. 37. ff. de aur. et arg. mund. Differt a Veste, quia haec necessitatis ac utilitatis causâ habetur et in victu est l. victus ff. de verb.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καλλώπισμα — το (AM καλλώπισμα) [καλλωπίζω] το μέσο με το οποίο κάποιος καλλωπίζεται ή καλλωπίζει μσν. αρχ. το μέσο με το οποίο υπερηφανεύεται κάποιος αρχ. 1. η προσποίηση («τὰ δὲ ἄλλα ταῡτ ἐστὶ τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα ἀνθρώπων, φλυαρία καὶ… …   Dictionary of Greek

  • κούμπωμα — το (Α κόμβωμα) νεοελλ. η σύνδεση, η προσαρμογή κουμπιού στην κουμπότρυπα αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) στόλισμα 2. (κατά το λεξ. Σούδα) στον πληθ. τὰ κομβώματα καλλωπίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κούμπωμα < κουμπώνω, ενώ ο τ. κόμβωμα < κομβῶ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»