-
1 μηχανη
дор. μᾱχᾰνά ἥ1) орудие, приспособление, сооружениеἰχθυβόλος μ. Ποσειδῶνος Aesch. = τριόδους;
λαοπόροι μηχαναί Aesch. — сооружения для переправы войск2) осадная машина(μηχανὰς προσάγειν τῇ πόλει Thuc.)
ξύλα ἐς μηχανάς Thuc. — дерево для (сооружения) осадных орудий3) театральная машина ( поднимавшая на сцену бога для неожиданной развязки драматических событий)ὥσπερ ἀπὸ μηχανῆς (sc. ὅ θεός) погов. Dem. или ὥσπερ ἐν τραγῳδίᾳ μ. Plut. (лат. ut deus ex machina) — словно бог из машины ( символ внезапной и неестественной развязки)
4) средство, способ, возможность(ἤτοι κλήρῳ ἢ ἄλλῃ τινὴ μηχανῇ Her.; πάσῃ τέχνῃ καὴ μηχανῇ Luc.)
μ. κακῶν Eur. — средство против зол;μ. σωτηρίας Aesch. — средство к спасению;μηδεμίῃ μηχανῇ Her. — никоим образом;τρόπῳ ἢ μηχανῇ ᾑτινιοῦν Dem. — каким бы то ни было образом5) уловка, ухищрение(μηχαναὴ σοφιστῶν Plat.)
ἐξ Ἀλκμεωνιδέων μηχανῆς Her. — по замыслу Алкмеонидов -
2 μηχανή
η1) машина; механизм;σπαρτική μηχανή — сеялка;
θεριστική μηχανή — косилка, жнейка;
φωτογραφική μηχανή — фотоаппарат;
μηχανή του ραψίματος — швейная машина;
μηχανή του ποδαριού — ножная швейная машина;
2) перен. машина;πολεμική μηχανή — военная машина;
η κρατική μηχανή — государственная машина;
3) перен. машина, робот (о человеке);4) махинация, ухищрение, уловка;μούστησε μιά μηχανή — он подстроил мне ловушку;
§ (ο) από μηχανης θεός « — бог из машины» (ср. лат. deus ex machina)
-
3 μηχανή
ἡ μηχανή ['ухищрение'] 1. изобретение, ловкий прием; уловка; 2. устройство, машина (лат. machina; механика; фр. machine → машинист; махинатор) -
4 μηχανή
(осадное) орудие, машина -
5 μηχανή
[михани] ουσ θ машина, механизм. -
6 μαχανα
-
7 μηχανημα
2) ловушка, западня(λαβεῖν τινα μηχανήματι Aesch.)
-
8 μπρος
1. επίρρ.1) вперёд; впереди;ποιός είναι μπρος; — кто впереди?;
στέκομαι μπρος — стать впереди;
2) вперёд, раньше, заранее;παίρνω το μισθό μπρος — брать плату, деньги вперёд;
3) давай, пошевеливайся!, (вперёд) марш! (команда);μπρος από δώ! — марш отсюда!;
μπρος σήκω! — давай вставай!;
§
βάζω μπρος — а) пускать в ход, запускать; — давать ход (чему-л.), начинать (что-л.);βάζω μπρος τη μηχανή — запускать машину;
βάζω μπρος την υπόθεση — давать ход делу;
πήρε μπρος η μηχανή — машина заработала;
τό ρολόϊ πάει μπρος — часы идут вперёд, часы спешат;
βάλε μπρος το αυτοκίνητο — а) подай вперёд машину; — б) поехали!;
βάλαμε μπρος τα γλυκά — мы начали расправляться со сладостями;
έβαλε μπρος το καινούργιο επανωφόρι — он пустил на каждый день своё новое пальто;
στρώνω κάποιον μπρος — отчитывать, распекать кого-л., делать втык кому-л. (разг);
πηγαίνω ( — или τραβάω) μπρος — продвигаться вперёд;
πάει μπρος η δουλειά — дело продвигается, работа идёт;
μπρος βαθύ ( — или γκρεμός — или φωαά) και πίσω ρέμα — погов, ни туда, ни сюда; — некуда податься;
2. πρόθ.1) перед (кем-чем-л.), раньше (кого-чего-л.);από μπρος — спереди;
μπρος σε — или μπρος από — перед;
μπρος στο σπίτι — перед домом;
ήλθε μπρος από τούς άλλους — он пришёл раньше других;
2):σε — сравнительно, по сравнению;μπρος στον άλλο αδελφό του δεν αξίζει τίποτε — он ничто по сравнению со своим братом;
3) перед, при, в присутствии;μπρος σε μάρτυρες — при свидетелях
-
9 αρκυστατος
-
10 δραστηριος
21) деятельный, энергичный, предприимчивый, тж. решительный(ἀνηρ δ. ἐς τὰ πάντα Thuc.; ὁρμῆσαι ἐνεργὸς καὴ δ. Plut.)
2) действительный, сильно действующий(μηχανή Aesch.; φάρμακον Eur.)
3) возбуждающий, поощряющий(ἔπαινος ἀρετῆς δ., sc. ἐστιν Plut.)
4) дерзкий, дерзновенный5) грам. активный, действительного залога -
11 ευβαστακτος
21) удобопереносимый, переносный(μηχανή Her.; πλείοσι Plut.)
2) перен. легко выносимый(τὰ κατὰ φύσιν ἀναγκαῖα Arst.)
-
12 ιχθυβολος
-
13 κλειω
Iстароатт. κλῄω и κληΐω (fut. κλείσω - дор. κλαξῶ; pass.: fut. κλεισθήσομαι, aor. ἐκλεὴσθην, pf. κέκλειμαι и κέκλεισμαι)1) запирагь(θύρας Hom. и θύραν NT.; πηκτὰ δωμάτων Arph.; πύλας Eur.)
κλεῖσαι τὰ σπλάγχνα αὑτοῦ ἀπό τινος NT. — быть глухим к чьим-л. страданиям2) запирать, блокировать(Βόσπορον μέγαν Aesch.; τοὺς ἔσπλους ταῖς ναυσίν Thuc.)
3) (о запоре, задвижке) закладывать, задвигать(ὀχῆας Hom.)
4) ограждать, защищать, укреплять(πόλιν πύργων μηχανῇ Aesch.)
5) закрывать, смыкать(βλέφαρον Soph.; στόμα Eur.)
6) связывать, сковывать(χέρας βρόχοισι, ὅρκοις κεκλῄμεθα Eur.)
IIэп. - κλέω -
14 κομψος
31) щегольской, нарядный(χλανίσκια Aeschin.)
2) изысканный, обходительный, приятный(ἐν συνουσίᾳ Arph.)
3) остроумный, тонкий(ἀνήρ, μηχανή Plat.)
4) ловкий, хитрый(σοφίσματα Eur.; νόημα, πρᾶγμα Arph.; ἐχθρός Plut.)
5) талантливый, искусный(περὴ μουσικήν Plat.; ἰατρός Arst.)
6) изящный, красивый(πόδες Arst.)
7) здоровый, бодрыйκομψότερον ἔσχε NT. — (больному) стало лучше - см. тж. κομψόν
-
15 κοχλιας
- ου ὅ1) моллюск с витой раковиной Arst., Theocr., Plut.2) тех. винт Архимеда(μηχανή, ἣν ἐπενόησε Ἀρχιμήδης, ὀνομάζεται ἀπὸ τοῦ σχήματος κ. Diod.)
-
16 ονυξ
1) ноготь(οἱ ὄνυχοι τῶν δακτύλων Arph.)
ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων Plut. — с младых ногтей, т.е. с раннего детства;ἐκ κορυφῆς ἐς ἄκρους ( или νεάτους) ὄνυχας Anth. — с головы до кончиков ногтей;εἰς ὄνυχα ἀφικνεῖσθαι Plut. — доходить до ногтя, т.е. подвергаться проверке ногтем (о скульптурных работах, тж. в знач. погов.), заканчиваться (тщательной) отделкой;ἥ δι΄ ὄνυχος δίαιτα Plut. — утонченный образ жизни;ὄνυχας ἐπ΄ ἄκρους στάς Eur. — стоя на цыпочках2) коготь(ὄνυχοι αἰετοῦ Hom.; ὄνυχοι λεόντων Pind.)
ὀδοῦσι καὴ ὄνυξι καὴ πάσῃ μηχανῇ погов. Luc. — зубами и когтями и всеми средствами3) копыто (sc. τοῦ ἵππου Xen.)τὸ πτανοῦ πώλου ὄ. Anth. — копыто крылатого коня, т.е. Пегаса
4) острый выступ(ὄ. πετραίου λίθου Eur.)
5) крюк, лапа(τῆς ἀγκύρας Plut.)
6) оникс -
17 τεχνη
дор. τέχνᾱ ἥ1) искусство, ремесло, профессия Aesch., Soph., Her., Xen.ἐν τῇ τέχνῃ εἶναι Soph., Plat. — заниматься каким-л. делом
2) искусство, мастерство, умение Hom.3) хитрость, уловка, интрига Hom., Pind., Trag., Xen.ἔφυν οὐδὲν ἐκ τέχνης πράσσειν κακῆς Soph. — я не рожден для низких интриг;
τέχνῃ ἐπιθέσθαι Thuc. — напасть хитростью4) способ, средство, приемἰθέῃ τέχνῃ Her. — напрямик, прямо, открыто;
πάσῃ τέχνῃ καὴ μηχανῇ Xen. — всеми способами и средствами5) произведение, изделие(ἀνδρὸς εὔχειρος Soph.)
-
18 ακινητώ
(ε) 1. αμετ.1) быть неподвижным, устойчивым, прочным; 2) бездействовать;η μηχανή ακινητεί — машина не работает, машина стала;
2. μετ. делать неподвижным, останавливать -
19 αλάδωτος
-
20 άλειμμα
См. также в других словарях:
μηχανή — contrivance fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
μηχανή — η 1. κάθε συσκευή που εξυπηρετεί τον άνθρωπο στη δουλειά του, κάθε συσκευή που μετασχηματίζει μια ενέργεια σε άλλη μορφή: Ξυριστική μηχανή. 2. «η κρατική μηχανή», το σύνολο των κρατικών υπηρεσιών. 3. μτφ., τέχνασμα, σκευωρία, κόλπο: Μου έστησε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μηχανῇ — μηχανάομαι make by art pres subj mp 2nd sg (doric) μηχανάομαι make by art pres ind mp 2nd sg (doric) μηχανάομαι make by art pres subj mp 2nd sg (epic ionic) μηχανάομαι make by art pres ind mp 2nd sg (epic ionic) μηχανῆι , μηχανεύς contriver masc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανή εσωτερικής καύσης — Μηχανή μετατροπής θερμότητας, η οποία παράγεται από καύση που λαμβάνει χώρα στο εσωτερικό της, σε έργο. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι ταξινόμησης των μ.ε.κ. με βάση το καύσιμο που χρησιμοποιούν, τον αριθμό και τη γεωμετρία των κυλίνδρων, τον τύπο και… … Dictionary of Greek
Μηχανῆ — Μηχανεύς contriver masc nom/voc/acc dual Μηχανεύς contriver masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανῆ — μηχανεύς contriver masc nom/voc/acc dual μηχανεύς contriver masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μηχανῇ — Μηχανῆι , Μηχανεύς contriver masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατρητική μηχανή — Μηχανή για τη διάτρηση χωμάτων, βράχων, τοίχων κλπ. Ανάλογα με τη μέθοδο διάτρησης διαιρούνται σε κρουστικές και σε περιστροφικές δ.μ. Αντίθετα, αναφορικά με την πηγή ενέργειάς τους, διαιρούνται σε δ.μ. πεπιεσμένου αέρα, νερού υπό πίεση και σε… … Dictionary of Greek
αερόψυκτη μηχανή — Μηχανή εσωτερικής καύσης, που ψύχεται με αέρα κατά την ώρα της λειτουργίας της. Ο κύλινδρος της α.μ. είναι κατασκευασμένος με πολλές πτυχές και εξωτερικά αυλάκια για να έχει μεγάλη ψυχόμενη επιφάνεια. Μέσα από τις πτυχές και τα αυλάκια κυκλοφορεί … Dictionary of Greek
δυναμοηλεκτρική μηχανή — Ηλεκτρική μηχανή επαγωγής, η οποία χρησιμοποιείται για τη μετατροπή της μηχανικής ενέργειας σε ηλεκτρική ενέργεια ή αντίστροφα. Ονομάζεται και δυναμό. Στην πράξη, ωστόσο, o όρος δ.μ. χρησιμοποιείται ειδικά για να υποδείξει μία ηλεκτρική μηχανή, η … Dictionary of Greek