Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πολεμική

См. также в других словарях:

  • πολεμική — η 1. η τέχνη του πολέμου. 2. επίκριση, επίθεση με λόγια ή με τον τύπο: Οι εφημερίδες τού κάνουν άγρια πολεμική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολεμικῇ — πολεμικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμική — πολεμικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Polemikí Aeroporía — Πολεμική Αεροπορία Logo de la force aérienne grecque Période 1911 Pays …   Wikipédia en Français

  • φλάμπουρο — Πολεμική σημαία. Έτσι ονομάζονταν οι πολεμικές σημαίες στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης του 1821, καθώς και οι σημαίες των κλεφτών και των Σουλιωτών. Φ. ή φλάμουλο (από τη λατινική λέξη flammulun = σημαία με το χρώμα της φλόγας) είναι και το… …   Dictionary of Greek

  • σκαλπ — Πολεμική συνήθεια ορισμένων λαών που έπαιρναν ως λάφυρο από το κεφάλι του σκοτωμένου εχθρού ή και τραυματία αιχμάλωτου, μαλλιά μαζί με δέρμα. Το σ. ήταν γνωστό σε πολλούς αρχαίους λαούς όπως οι Γαλάτες και οι Σκύθες. Την περίοδο από το 17o ως το… …   Dictionary of Greek

  • πολεμικῆι — πολεμικῇ , πολεμικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμικός — ή, ό / πολεμικός, ή, όν, ΝΜΑ [πόλεμος] 1. ο σχετικός με τον πόλεμο ή αυτός που αρμόζει στον πόλεμο (α. «πολεμικό μένος» β. «πολεμικό ναυτικό» γ. «παιῶνά τινα ἀναβοήσαντες βάρβαρον καὶ πολεμικόν», Πλάτ.) 2. (για πρόσ.) ο ικανός για πόλεμο ή ο… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»