-
1 μηχανή
η1) машина; механизм;σπαρτική μηχανή — сеялка;
θεριστική μηχανή — косилка, жнейка;
φωτογραφική μηχανή — фотоаппарат;
μηχανή του ραψίματος — швейная машина;
μηχανή του ποδαριού — ножная швейная машина;
2) перен. машина;πολεμική μηχανή — военная машина;
η κρατική μηχανή — государственная машина;
3) перен. машина, робот (о человеке);4) махинация, ухищрение, уловка;μούστησε μιά μηχανή — он подстроил мне ловушку;
§ (ο) από μηχανης θεός « — бог из машины» (ср. лат. deus ex machina)
-
2 σπαρτικός
η, ό[ν] сеялочный;σπαρτική μηχανή — сеялка
См. также в других словарях:
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
σπαρτικός — ή, ό / σπαρτικός, ή, όν, ΝΑ [σπαρτός] νεοελλ. 1. κατάλληλος για σπορά, αυτός που χρησιμοποιείται στη σπορά 2. το ουδ. ως ουσ. τα σπαρτικά τα έξοδα για τη σπορά 3. φρ. α) «σπαρτική μηχανή» (γεωργ. τεχνολ.) γεωργική μηχανή που χρησιμοποιείται για… … Dictionary of Greek
σπορά — Η γεωργική εργασία της τοποθέτησης του σπόρου στο οργωμένο έδαφος. Παλιότερα γινόταν με το χέρι και, ανάλογα με το είδος της καλλιέργειας, οι σπόροι ή διασκορπίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις ή τοποθετούνταν σε αυλακιές. Σήμερα, εξαιτίας της… … Dictionary of Greek
σπαρτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη σπορά: Αγόρασε καινούρια σπαρτική μηχανή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)