-
1 ιχθυβολος
-
2 ιχθυβολευς
-
3 μηχανη
дор. μᾱχᾰνά ἥ1) орудие, приспособление, сооружениеἰχθυβόλος μ. Ποσειδῶνος Aesch. = τριόδους;
λαοπόροι μηχαναί Aesch. — сооружения для переправы войск2) осадная машина(μηχανὰς προσάγειν τῇ πόλει Thuc.)
ξύλα ἐς μηχανάς Thuc. — дерево для (сооружения) осадных орудий3) театральная машина ( поднимавшая на сцену бога для неожиданной развязки драматических событий)ὥσπερ ἀπὸ μηχανῆς (sc. ὅ θεός) погов. Dem. или ὥσπερ ἐν τραγῳδίᾳ μ. Plut. (лат. ut deus ex machina) — словно бог из машины ( символ внезапной и неестественной развязки)
4) средство, способ, возможность(ἤτοι κλήρῳ ἢ ἄλλῃ τινὴ μηχανῇ Her.; πάσῃ τέχνῃ καὴ μηχανῇ Luc.)
μ. κακῶν Eur. — средство против зол;μ. σωτηρίας Aesch. — средство к спасению;μηδεμίῃ μηχανῇ Her. — никоим образом;τρόπῳ ἢ μηχανῇ ᾑτινιοῦν Dem. — каким бы то ни было образом5) уловка, ухищрение(μηχαναὴ σοφιστῶν Plat.)
ἐξ Ἀλκμεωνιδέων μηχανῆς Her. — по замыслу Алкмеонидов
См. также в других словарях:
ιχθυβόλος — ἰχθυβόλος και ἰχθυοβόλος, ον (Α) 1. αυτός που πιάνει ψάρια, αυτός που ψαρεύει 2. αλιευτικός («ἰχθυβόλος μηχανή» αλιευτική τρίαινα, καμάκι 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἰχθυβόλος αλιέας, ψαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ … Dictionary of Greek
ιχθύβολος — ἰχθύβολος, ον (Α) φρ. 1. «ἰχθύβολος θήρα» ψάρεμα που γίνεται με καμάκι, με τρίαινα 2. «ἰχθύβολα δεῑπνα» δείπνα από ψάρια που έχουν αλιευθεί με τρίαινα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ακρό βολος, πεζό βολος] … Dictionary of Greek
ἰχθυβόλος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθυβόλοιο — ἰχθύβολος striking fish masc/fem/neut gen sg (epic) ἰχθυβόλος masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθυβόλοις — ἰχθύβολος striking fish masc/fem/neut dat pl ἰχθυβόλος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθυβόλοισι — ἰχθύβολος striking fish masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἰχθυβόλος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθυβόλοισιν — ἰχθύβολος striking fish masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἰχθυβόλος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθυβόλον — ἰχθυβόλος masc/fem acc sg ἰχθυβόλος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθυβόλου — ἰχθύβολος striking fish masc/fem/neut gen sg ἰχθυβόλος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθυβόλους — ἰχθύβολος striking fish masc/fem acc pl ἰχθυβόλος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχθυβόλων — ἰχθύβολος striking fish masc/fem/neut gen pl ἰχθυβόλος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)