-
1 κεκτημένων
κτάομαιprocure for oneself: perf part mp fem gen plκτάομαιprocure for oneself: perf part mp masc /neut gen plκτέομαιprocure for oneself: perf part mp fem gen plκτέομαιprocure for oneself: perf part mp masc /neut gen pl -
2 κτάομαι
Aκτήσομαι Archil.6.4
, Thgn.200, A.Eu. 289, Th.6.30, Pl.R. 417a, etc. (in pass. sense, Plot.2.9.15, s.v.l.);κεκτήσομαι A.Th. 1022
, E.Ba. 514, Pl.Grg. 467a ( ἐκτήσομαι in La. 192e, and prob. in Emp.110.4): [tense] aor. ἐκτησάμην, [dialect] Ep.κτ-, Od.14.4, Pi.Pae.2.59, etc.: [tense] pf. , etc.,ἔκτημαι Il.9.402
, A.Pr. 795, Hdt.2.44, and sts. in Pl. ( κεκτῄμεθα and ἐκτῆσθαι in following lines, R. 505b, ); [dialect] Ion. [ per.] 3pl.ἐκτέαται Hdt.4.23
; subj.κέκτωμαι Isoc.3.49
, Pl. Lg. 936b; opt. κεκτῄμην, ῇτο, ib. 731c, 742e, codd.: [tense] plpf.ἐκεκτήμην And.1.74
, 4.41, Lys.2.17, etc.; poet. ; [dialect] Ion. [ per.] 3pl.ἔκτηντο Hdt.2.108
; [dialect] Att. [ per.] 1pl. ἐκτήμεθα f.l. in And.3.37: for [tense] fut. and [tense] aor. [voice] Pass., v. infr. 111.I [tense] pres., [tense] impf., [tense] fut., and [tense] aor.,1 procure for oneself, get, acquire, , etc.; [ οἰκῆας] Od.l.c.;γῆν A.Eu.
l.c., cf. Pers. 770; of horses, win (as a prize), Pi.N.9.52; κτήσασθαι βίον ἀπό τινος to get one's living from a thing, Hdt.8.106; win favour, and the like , χάριν ἀπό τινος, ἔκ τινος, S.Tr. 471, Ph. 1370;παρά τινος X. Smp.4.43
;τὴν εὔνοιαν τὴν παρὰ τῶν Ἑλλήνων Isoc.5.68
; κ. φίλους, ἑταίρους, S.Aj. 1360, E.Or. 804 (troch.); , cf. S.OT 1499, Hdt.8.105; , cf. Supp. 225;πολλάκις δοκεῖ τὸ φυλάξαι τἀγαθὰ τοῦ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι D.1.23
.b of consequences, bring upon oneself,αὑτῷ θάνατον S.Aj. 968
; incur, θεᾶς ὀργήν ib. 777; ; ;ἔχθραν πρός τινα Th.1.42
; δυσσέβειαν κ. get a name for impiety, S.Ant. 924;κακὸν λόγον πρὸς ἀστῶν E.Heracl. 166
, cf. IT 676;ἐκ τῶν πόνων τὰς ἀρετὰς κ. Th.1.123
.c κ. τινὰς πολεμίους make them so, X.An.5.5.17; .2 procure or get for another,ἐμοὶ δ' ἐκτήσατο κεῖνος Od.20
. 265;μέγαν τέκνοις πλοῦτον ἐκτήσω A.Pers. 755
(troch.), cf. X. Oec.15.1.II in [tense] pf. and [tense] plpf. with [tense] fut. κεκτήσομαι, to have acquired, i.e. possess, hold (opp. χρῆσθαι, Pl.Euthd. 28od),οὐδ' ὅσα φασὶν Ἴλιον ἐκτῆσθαι Il.9.402
, cf. X. Cyr.8.3.46, Pl.Phdr. 260b;ὅπλα μὴ ἐκτῆσθαι Hdt.1.155
, cf. S.Ph. 778;στρατὸν πλεῖστον ἐκτημένοι Hdt.7.161
;κοινὸν ὄμμ' ἐκτημέναι A.Pr. 795
; φωνὴν βάρβαρον κεκτ. Id.Ag. 1051;κεκτ. τινὰ σύμμαχον E.Ba. 1343
;κ. κάλλος X.Smp.1.8
; ;τέχνην Lys.24.6
; ποίησιν to be master of it, Pl.Lg. 829c: dub. in [tense] aor., ἀγορὰς κτησάμενοι having market-places, Hdt.1.153 (leg. στησάμενοι): with impers. subject, πραγμάτων ἀγῶνας κεκτημένων involving effort, Epicur.Sent.21:—the diff.between [tense] pres. and [tense] pf. appears from X.Mem.1.6.3, ἃ [χρήματα] καὶ κτωμένους εὐφραίνει καὶ κεκτημένους.. ποιεῖ ζῆν: later, [tense] pres. in [tense] pf. sense, Ev.Luc.18.12.c have in store, opp. ἔχω, have in hand, ready for use,ἔχων τε καὶ κεκτημένος.. κακά S.Ant. 1278
; . cf. Tht. 197b, 198d, Cra. 393b; κ. ἱμάτιον own, opp. ἔχειν (wear), Id.Tht. 197b.d abs., to be a property-owner,τῶν ἐκτημένων ἐν τῇ χώρᾳ SIG633.73
(Milet., ii B.C.), cf. 888.15 (iii A.D.).2 ὁ κεκτημένος owner, master (esp. of slaves), as Subst., Ar.Pl.4, etc.;οἱ κ. A.Supp. 337
; of a husband, E.IA 715; ἡ κεκτημένη my mistress, S. Fr. 762, Ar.Ec. 1126, Men.Pk.61, al., cf. Phryn.Com.48.III [tense] aor. 1 [voice] Pass. ἐκτήθην in pass. sense, to be gotten,ἃ ἐκτήθη Th.1.123
, 2.36; to be obtained as property, (lyr.), cf. D.H.10.27, etc.: [tense] fut.κτηθήσομαι LXX Je.39
(32).43. ([voice] Act. κτάω very late, PLond.1.77 (vi A.D.).)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κτάομαι
-
3 ἀγών
ἀγών [ᾰ], ῶνος, ὁ, [dialect] Aeol. [full] ἄγωνος, ου, ὁ, Alc.121 (also [name] E.ap.Sch.Il. Oxy.1087.60); Elean dat. pl.A : ([etym.] ἄγω):—gathering, assembly,ἵζανεν εὐρὺν ἀ. Il.23.258
;λῦτο δ' ἀ. 24.1
, cf. Od.8.200;νεῶν ἐν ἀγῶνι Il.15.428
, cf. Eust.1335.57: esp. assembly met to see games, freq. in Il.23; Ὑπερβορέων ἀ. Pi P.10.30;κοινοὺς ἀ. θέντες A. Ag. 845
.2 place of contest, lists, course,βήτην ἐς μέσσον ἀ. Il.23.685
, cf. 531, Od.8.260, Hes.Sc. 312, Pi.P.9.114, and esp. Th.5.50: prov., ἔξω ἀγῶνος out of the lists or course, i.e. beside the mark, Pi. P.1.44, Luc.Anach.21: pl.,κατ' ἀγῶνας Od.8.259
.II assembly of the Greeks at the national games,ὁ ἐν Ὀλυμπίῃ ἀ. Hdt.6.127
;ὁ Ὀλυμπικὸς ἀ. Ar.Pl. 583
;Ἑλλάδος πρόσχημ' ἀ. S.El. 682
, cf. 699:— hence, contest for a prize at the games, ἀ. γυμνικός, ἱππικός, μουσικός, Hdt.2.91, Pl.Lg. 658a, Ar.Pl. 1163, cf. Th.3.104;οἱ τῶν λαμπάδων ἀ. Arist.Ath.57.1
; ἀ. τῶν ἀνδρῶν contest in which the chorus was composed of men, opp. to παίδων or ἀγενείων (q.v.), D.21.18, etc.; ἀ. στεφανηφόρος or στεφανίτης contest where the prize is a crown, Hdt.5.102, Arist.Rh. 1357a19; ἀ. χάλκεος, where it is a shield of brass, Pi.N.10.22;ἀ. θεματικός IG14.739
([place name] Naples);ἀργυρίτης δωρίτης Plu.2.820d
:—hence many phrases, ἀγῶνα καταστῆσαι establish a contest, Isoc.4.1;τιθέναι Hdt.5.8
;ποιεῖν Th.3.104
;οὐ λόγων τοὺς ἀ. προθήσοντες Id.3.67
;προηγόρευέ τε ἀγῶνας καὶ ἆθλα προυτίθει X. Cyr.8.2.26
;προκαλούμενος ἑαυτὸν εἰς ἀ. Id.Mem.2.3.17
; τοὺς ἀ. νικᾶν ib.3.7.1;ἐν τοῖς ἀγῶσι Isoc.15.301
; of contests in general,εἰς ἀ. λόγων ἀφικέσθαι τινί Pl.Prt. 335a
; πρὸς τίν' ἀγῶνας τιθέμεσθ' ἀρετῆς; E. Ion 863 (lyr.);ἀ. σοφίας Ar.Ra. 883
.III generally, struggle, πολλοὺς ἀ. ἐξιών, of Hercules, S.Tr. 159;ξιφηφόρος ἀ. A.Ch. 584
;εἰς ἀ. τῷδε συμπεσὼν μάχης S.Tr.20
, etc;ὁ Φίλιππος, πρὸς ὀν ἦν ἡμῖν ὁ ἀ. D.18.67
;ποιέειν ἢ παθεῖν πρόκειται ἀ. Hdt.7.11
; ἀληθείην ἀσκέειν ἀ. μέγιστος ib. 209: pl.,πραγμάτων ἀγῶνας κεκτημένων Epicur.Sent.21
;ἄπορος ἀ. Lys.7.2
;ὅπλων ἔκειτ' ἀ. πέρι S.Aj. 936
; and without περί, τῶν Ἀχιλλείων ὅπλων ἀ. ib. 1240; ψυχῆς ἀ. τὸν προκείμενον πέρι struggle for life and death, E.Or. 847, cf. Ph. 1330;πολλοὺς ἀ. δραμέονται περὶ σφέων αὐτῶν Hdt.8.102
;λόγων γὰρ οὐ.. ἁγών, ἀλλὰ σῆς ψυχῆς πέρι S.El. 1492
, cf.infr.5.2 battle, action, Th.2.89, etc.3 action at law, trial, Antipho 6.21, etc., cf. A.Eu. 677, 744; , R. 494e;περὶ τῆς ψυχῆς εἰς ἀγῶνα καταστῆσαί τινα X.Lac.8.4
.4 speech delivered in court or before an assembly or ruler,πρεσβευτικοὶ ἀ. Plb.9.32.4
;τοὺς ἐπιφανεστάτους εἰρηκότος ἀ. τούς τε δικανικοὺς καὶ τοὺς δημηγορικούς D.H.Amm.1.3
, cf. OGI567 (Attalia, ii A.D.);ἀ. ἐσχηματισμένοι D.H. Rh.8.1
, al.b Rhet., main argument of a speech (opp.προοίμιον, ἐπίλογος), in pl., Syr.in Hermog.2.111, 170R., cf. Proll. Hermog.ap. Rh.4.12 W.5 metaph., οὐ λόγων ἔθ' ἁγών now is not the time for words, E.Ph. 588; οὐχ ἕδρας ἀ. 'tis no time for sitting still, Id.Or. 1291; ἀ. πρόφασιν οὐ δέχεται the crisis admits no dallying, Ar.Fr. 331, cf. Pl.Cra. 421d, Lg. 751d; μέγας ὁ ἀ... τὸ χρηστὸν ἢ κακὸν γενέσθαι the issue is great.., Id.R. 608b, cf. E.Med. 235; οὐ περί τινος ὁ ἀ. the question is not about.., Th.3.44.6 mental struggle, anxiety, Th.7.71, Plb.4.56.4, Ep.Col.2.1: in pl.,τρόμοι καὶ ἀ. Plu. Sol.7
.b of speakers, vehemence, power, Longin.15.1, cf. 26.3.IV personified, Ἀγών, divinity of the contest, Paus.5.26.3.
См. также в других словарях:
κεκτημένων — κτάομαι procure for oneself perf part mp fem gen pl κτάομαι procure for oneself perf part mp masc/neut gen pl κτέομαι procure for oneself perf part mp fem gen pl κτέομαι procure for oneself perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
καταδεής — (I) καταδεής, ές (AM) πενιχρός, φτωχικός («φειδωλὸς δ αὖτις καὶ πένης ἀνὴρ τὸν καταδεᾱ τάφον ἐπαινοίη», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που στερείται κάτι, ο ελλιπής («θωυμάσαι ἰδόντα τῶν χρημάτων καταδεᾱ τὰ ἀγγήϊα», Ηρόδ.) 2. φτωχός («ὑπέρ τῶν κεκτημένων… … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
συμφέρον — το, ΝΜΑ, και διαλ. τ. συφέρο Ν ωφέλεια, όφελος, κέρδος (α. «κοιτάζει μόνο το συμφέρον του» β. «περαιτέρω τοῡ ὑμετέρου συμφέροντος», Αισχίν. γ. «τὰ τῆς πατρίδος συμφέροντα», Δείν) νεοελλ. 1. (νομ.) ηθική ή περιουσιακή επιδίωξη τού προσώπου που… … Dictionary of Greek
Βαντερβέλντε, Εμίλ — (Émil Vandervelde, Βρυξέλλες 1866 – 1938). Βέλγος πολιτικός, αρχηγός του Βελγικού Εργατικού Κόμματος. Έγινε βουλευτής το 1900, υπουργός Επισιτισμού το 1914 με την κήρυξη του πολέμου και, από το 1914 έως το 1918, διετέλεσε διαδοχικά υπουργός… … Dictionary of Greek