-
1 κατα-μηνύω
κατα-μηνύω, anzeigen; τόδ' ἐγὼ καταμηνύσω Aesch. Prom. 175; στήλη καταμηνύει διὰ γραμμάτων τοὺς οὔρους Her. 7, 30; τὴν πρᾶξιν Plut. Them. 23; – eine Anzeige gegen Jem. machen, anklagen, οὐ κατεμήνυσε τῶν ἀνδρῶν Lys. 13, 49; καταψευδομένου τινός Xen. Hell. 3, 3, 2; Dem. 24, 60.
-
2 μηνύω
Grammatical information: v.Derivatives: μήνυμα n. `indication' (Th., Men.), ( κατα -) μήνυσις `id.' (Att.); μηνυτής m. `indicator, informer' (Att.; Fraenkel Nom. ag. 2, 17), also - τήρ `id.' (A. Eu. 245, Orph. H.; Fraenkel 2, 13, Benveniste Noms d'agent 42), μανύτωρ `id.' (AP); μηνυτικός `indicating, denunciatory' (Ph., D.C.); μήνυτρον, usu. pl. -α `reward for the infomation' (h. Merc.) with μηνυτρίζομαι `(for the reward) be denunciated' (hell. pap.; also H. as explanation of μηνύεσθαι).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: In μηνύω we can have either a primary thematic νυ-present with analogically generalized presentsuffix (cf. τανύω: τανύσ(σ)αι and Schwyzer 698 f.) or a denominative from *μῆνυ-ς resp. *μηνύ̄-ς ( νυ- or υ-suffix; cf. Schwyzer 727). The word remains further dark and without connection. Unuseful hypotheses (to μένος etc.; to Lith mó-ju, mó-ti `beckon with the hand' etc.) in Bq; cf WP. 2, 219f., Pok. 693.Page in Frisk: 2,229-230Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μηνύω
-
3 μηνύω
μηνύω, etwas Verborgenes anzeigen, verrathen, angeben, H. h. Merc. 254; übh. kund machen, ματέρι αὐδὰν μανύει, Pind. N. 9, 4; P. 1, 93 u. öfter; ποίου γὰρ ἀνδρὸς τήνδε μηνύει τύχην; Soph. O. R. 102; τά τοι κακῶς εὑρημέν' ἔργα τῷ λόγῳ μηνύεται, O. C. 1190; τί μηνύεις νέον, Eur. Bacch. 1028, öfter; πρᾶγμα μηνυϑέν, Ion 1563; Ar. Ach. 206; χρηστήριον, Her. 1, 23; bes. ein Verbrechen anzeigen, Anzeige machen, Thuc. 6, 27. 28; μηνυϑέντος τοῦ ἐπιβουλεύματος, 4, 89; τὶ κατά τινος, 6, 60; μεμηνυμένων αὐτῶν περὶ μυστηρίων ὡς ἀσεβούντων, 6, 53; ὅτι μεμήνυνται, daß sie verrathen waren, Xen. Hell. 3, 3, 10; mit folgd. partic., τινὰ ἔχοντα, Her. 2, 121, 3; αὐτὸν ἀποϑανόντα, Antiph. 2 α 5; Andoc. 1, 12. 13 ff.; pass., πόλεμος γεγονὼς ἐμηνύϑη, Plat. Criti. 108 e; τὴν τῶν ἄλλων τοῖς ἄρχουσιν ἀδικίαν, Legg. V, 730 d, wie Rep. II, 361 b u. öfter; übh. andeuten, zeigen, ὡς ὁ ἔμπροσϑεν πᾶς μεμήνυκεν ἡμῖν λόγος, phaedr. 277 c; Phil. 19 b Polit. 264 b; Sp., πρός τινα, Luc. Hermot. 51, wie schon Dem. 24, 11 μηνύειν πρὸς τοὺς ζητητάς sagt; πολλὰ μηνύομεν τῶν γεγονότων καὶ τῶν ἐσομένων προσημαίνομεν vrbdt Plut. de orac. 38. – [Υ, der Regel nach im fut., aor. u. den folgdn tempp. lang, ist im praes. u. impf. ursprünglich kurz, H. h. Merc. 254 u. Pind. a. a. O.; doch bei folgender langer Sylbe auch lang, H. h. Merc. 373, vgl. Graef. Mel. 60, 3; so gew. auch bei den Attikern, vgl. Soph. O. C. 1190 Ar. Ach. 206.]
-
4 μηνυω
дор. μᾱνύω (преимущ. ῡ)1) открывать, указывать(τινί τι HH., NT.)
; раскрывать, обнаруживать(τινὰ ἔχοντά τι Hom.; τέν τύχην τινός Soph.; μηνυθέντος τοῦ ἐπιβουλεύματος Thuc.)
μ. τινὰ κακόν Eur. — обличать кого-л. как преступника;ὡς ὅ παρελθὼν λόγος ἐμήνυσεν Plat. — как показало предыдущее рассуждение2) показывать, сообщать, докладывать(μ. τι κατά τινος Thuc., εἴς τινα Plat. и πρός τινα Dem.)
ἀφ΄ οὖ γεγονὼς ἐμηνύθη πόλεμος Plat. — с тех пор, как сообщают, началась война -
5 μηνύω
μην-ύω (v. fin.), [dialect] Dor. [pref] μᾱν- B.Fr.10, SIG417.7 (Delph., iii B. C.): [tense] fut. - ύσω Hdt.2.121. γ', etc.: [tense] aor.A , And.1.26, etc.: [tense] pf. μεμήνῡκα ib.22, Pl.Ti. 48b, Men.Pk.28:—[voice] Pass., [tense] pf.μεμήνῡται And.1.10
, Th.1.20: [tense] aor. , Pl.Criti. 108e: [tense] fut.μηνυθήσομαι Gal.UP5.15
:—disclose what is secret, reveal: generally, make known, declare,μ. τινί τι h.Merc. 254
, Pi.N.9.4, Hdt.1.23; τι S.OT 102, 1384, etc.; τί μηνύεις νέον; E.Ba. 1029; τὸ πρᾶγμ' οὐ μεμήνυκ' Men. l.c.; τοὺς ἑτερογνάθους μ. ἡ πέδη indicates, betrays them, X.Eq.3.5; l.c.:—[voice] Pass.,κατὰ τὸ μεμηνυμένον Phld.Acad. Ind.p.81
M.2 c. acc. et part., πρὸς τὸν βασιλέα μ. τινὰ ἔχοντα show that he has, Hdt.2.121.γ'; ἐξ ἐπιβουλῆς ἀποθανόντα τινὰ μ. Antipho 2.1.5
;γεγονὼς ἐμηνύθη πόλεμος Pl.Criti.
l.c.: the part. is sts. omitted, τόδ' ἔργον.. σε μηνύει κακόν (sc. ὄντα) E.Hipp. 1077: c. acc. et inf., [ποιηταὶ] ταῦτα οὕτως ἔχειν μ. Pl.R. 366b
; also ἡ ἐπιστήμη μ. ὡς.. ἑπομένης τῆς ψυχῆς gives indication of the soul as following, Id.Cra. 412a.3 folld. by an interrog. or Conj.,μήνυσον αὐτοῖς τίς ἐστιν Id.Ap. 24d
; ἀλλά μοι μηνύσατε εἰ .. inform me whether.., Ar.Ach. 206; μ. ὅτι .. Arist.EN 1101b29.4 abs.,ὡς ὁ ἔμπροσθεν μεμήνυκεν ἡμῖν λόγος Pl.Phdr. 277c
, cf. Phlb. 19b.II at Athens, inform, lay information against another,κατά τινος And.1.20
, Lys.6.23; τινας Docum. ap. And.1.13; ταῦτα And.ibid.; περὶ τῶν μυστηρίων ib.19;μ. τι κατά τινος Th.6.60
;μ. τοῖς ἄρχουσίν τι Pl.Lg. 730d
;πρός τινας D. 24.11
: abs., (Egypt, i A. D.): impers. in [voice] Pass., μηνύεται information is laid, Th.6.28;ὑποτοπήσαντες.. Ἱππίᾳ μεμηνῦσθαι Id.1.20
, cf. 6.57, And.1.10;ὧν πέρι ἄλλων ἐμεμήνυτο Th.6.61
:— [voice] Pass., also of persons, to be informed against, denounced, τῶν μετ' αὐτοῦ μεμηνυμένων ib.53, cf. X.HG3.3.10; ;μηνυθέντος τοῦ ἐπιβουλεύματος Th.4.89
. [[pron. full] ῡ always in [tense] fut., [tense] aor., and [tense] pf.; and in [dialect] Att. so in [tense] pres. and [tense] impf.; [pron. full] ῠ in [dialect] Ep. and Lyr. in [tense] pres. and [tense] impf., h.Merc. 254, Pi.N.l.c., O.6.52, P.1.93, I.8(7).60, B.l.c., but [pron. full] ῡ, h.Merc. 373, B.9.14, and later.] -
6 καταμηνύω
κατα-μηνύω, anzeigen; eine Anzeige gegen j-n machen, anklagen -
7 καταμηνυω
1) обозначать, указывать2) давать знак(τοῖς ὄμμασι Plut.)
3) рассказывать, открывать(τέν πρᾶξιν Plut.)
οὔποτε τόδ΄ ἐγὼ καταμηνύσω, πρὴν ἂν ἐκ δεσμῶν χαλάσῃ Aesch. — я не открою это (Зевсу) прежде, чем он освободит (меня) от оков4) показывать против, обвинять, уличатьκ. καταψευδομένου τινός Xen. — уличать кого-л. во лжи
5) доносить(τῶν ἀνδρῶν Lys. и τοὺς ἄνδρας Plut.)
-
8 накаркать
ρ.σ. (κατά τις προλήψεις) προ» μηνύω κακό (από το κρώξιμο του κόρακα).
См. также в других словарях:
μήνυση — (Νομ.). Η από μέρους του παθόντος ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου καταγγελία στις αρμόδιες διωκτικές αρχές (εισαγγελέα, αστυνομία κ.ά.) μιας αξιόποινης πράξης, της οποίας ο μηνυτής έλαβε γνώση με οποιονδήποτε τρόπο. Ο όρος μ. χρησιμοποιείται για… … Dictionary of Greek
μήνυμα — Φράση που περιέχει κάποια είδηση ή αγγελία. Ειδοποίηση, παραγγελία, μαντάτο. ηλεκτρονικό μ. Βλ. λ. ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. * * * το (ΑΜ μήνυμα, Μ και μήνυμαν) ειδοποίηση μέσω κάποιου προσώπου ή εγγράφως, παραγγελία, εντολή («κατὰ τὸ μήνυμα… … Dictionary of Greek
εισάγω — (AM εἰσάγω) 1. οδηγώ κάποιον μέσα («τόν εισήγαγε στην αίθουσα τού θρόνου», «μόνον δὲ σὺν τέκνοισι μ εἰσάγει δόμοις») 2. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο («εἰσάγω καθετήρα...») 3. (για εμπορεύματα) φέρνω από άλλη χώρα («εισάγει πρώτες ύλες»,… … Dictionary of Greek
μεθώ — (Μ μεθώ, άω) 1. κάνω κάποιον να μεθύσει, μεθύσκω («τόν μέθυσαν και μετά τόν έκλεψαν») 2. μτφ. α) προκαλώ σε κάποιον ηδονικό συναίσθημα β) σκοτίζω τον νου, ζαλίζω γ) προκαλώ σε κάποιον ψυχική έξαρση ή ενθουσιασμό 3. βρίσκομαι σε κατάσταση μέθης,… … Dictionary of Greek
μηνώ — (Μ μηνῶ άω και μηνάγω) 1. ειδοποιώ ή παραγγέλλω μέσω ενός προσώπου ή εγγράφως, στέλνω σε κάποιον μήνυμα 2. αναγγέλλω, γνωστοποιώ, φανερώνω, ανακοινώνω («μού μήνυσε πως είναι άρρωστος») 3. διατάζω 4. στέλνω και προσκαλώ κάποιον 5. πληροφορώ 6.… … Dictionary of Greek
προλέγω — ΝΜΑ, ενεργ. αόρ. προείπα και προεῑπα ΝΑ, ενεργ αόρ. β προεῑπον Α 1. λέω κάτι προηγουμένως, προαναφέρω (α. «όπως προείπα...» β. «μέμνησθ ἁγὼ προλέγω», Αισχύλ.) 2. λέω κάτι εκ τών προτέρων («μην προλέγεις όταν δεν γνωρίζεις») 3. προφητεύω,… … Dictionary of Greek