-
1 κατα-μηνύω
κατα-μηνύω, anzeigen; τόδ' ἐγὼ καταμηνύσω Aesch. Prom. 175; στήλη καταμηνύει διὰ γραμμάτων τοὺς οὔρους Her. 7, 30; τὴν πρᾶξιν Plut. Them. 23; – eine Anzeige gegen Jem. machen, anklagen, οὐ κατεμήνυσε τῶν ἀνδρῶν Lys. 13, 49; καταψευδομένου τινός Xen. Hell. 3, 3, 2; Dem. 24, 60.
-
2 μηνύω
μηνύω, etwas Verborgenes anzeigen, verrathen, angeben, H. h. Merc. 254; übh. kund machen, ματέρι αὐδὰν μανύει, Pind. N. 9, 4; P. 1, 93 u. öfter; ποίου γὰρ ἀνδρὸς τήνδε μηνύει τύχην; Soph. O. R. 102; τά τοι κακῶς εὑρημέν' ἔργα τῷ λόγῳ μηνύεται, O. C. 1190; τί μηνύεις νέον, Eur. Bacch. 1028, öfter; πρᾶγμα μηνυϑέν, Ion 1563; Ar. Ach. 206; χρηστήριον, Her. 1, 23; bes. ein Verbrechen anzeigen, Anzeige machen, Thuc. 6, 27. 28; μηνυϑέντος τοῦ ἐπιβουλεύματος, 4, 89; τὶ κατά τινος, 6, 60; μεμηνυμένων αὐτῶν περὶ μυστηρίων ὡς ἀσεβούντων, 6, 53; ὅτι μεμήνυνται, daß sie verrathen waren, Xen. Hell. 3, 3, 10; mit folgd. partic., τινὰ ἔχοντα, Her. 2, 121, 3; αὐτὸν ἀποϑανόντα, Antiph. 2 α 5; Andoc. 1, 12. 13 ff.; pass., πόλεμος γεγονὼς ἐμηνύϑη, Plat. Criti. 108 e; τὴν τῶν ἄλλων τοῖς ἄρχουσιν ἀδικίαν, Legg. V, 730 d, wie Rep. II, 361 b u. öfter; übh. andeuten, zeigen, ὡς ὁ ἔμπροσϑεν πᾶς μεμήνυκεν ἡμῖν λόγος, phaedr. 277 c; Phil. 19 b Polit. 264 b; Sp., πρός τινα, Luc. Hermot. 51, wie schon Dem. 24, 11 μηνύειν πρὸς τοὺς ζητητάς sagt; πολλὰ μηνύομεν τῶν γεγονότων καὶ τῶν ἐσομένων προσημαίνομεν vrbdt Plut. de orac. 38. – [Υ, der Regel nach im fut., aor. u. den folgdn tempp. lang, ist im praes. u. impf. ursprünglich kurz, H. h. Merc. 254 u. Pind. a. a. O.; doch bei folgender langer Sylbe auch lang, H. h. Merc. 373, vgl. Graef. Mel. 60, 3; so gew. auch bei den Attikern, vgl. Soph. O. C. 1190 Ar. Ach. 206.]
-
3 καταμηνύω
κατα-μηνύω, anzeigen; eine Anzeige gegen j-n machen, anklagen
См. также в других словарях:
μήνυση — (Νομ.). Η από μέρους του παθόντος ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου καταγγελία στις αρμόδιες διωκτικές αρχές (εισαγγελέα, αστυνομία κ.ά.) μιας αξιόποινης πράξης, της οποίας ο μηνυτής έλαβε γνώση με οποιονδήποτε τρόπο. Ο όρος μ. χρησιμοποιείται για… … Dictionary of Greek
μήνυμα — Φράση που περιέχει κάποια είδηση ή αγγελία. Ειδοποίηση, παραγγελία, μαντάτο. ηλεκτρονικό μ. Βλ. λ. ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. * * * το (ΑΜ μήνυμα, Μ και μήνυμαν) ειδοποίηση μέσω κάποιου προσώπου ή εγγράφως, παραγγελία, εντολή («κατὰ τὸ μήνυμα… … Dictionary of Greek
εισάγω — (AM εἰσάγω) 1. οδηγώ κάποιον μέσα («τόν εισήγαγε στην αίθουσα τού θρόνου», «μόνον δὲ σὺν τέκνοισι μ εἰσάγει δόμοις») 2. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο («εἰσάγω καθετήρα...») 3. (για εμπορεύματα) φέρνω από άλλη χώρα («εισάγει πρώτες ύλες»,… … Dictionary of Greek
μεθώ — (Μ μεθώ, άω) 1. κάνω κάποιον να μεθύσει, μεθύσκω («τόν μέθυσαν και μετά τόν έκλεψαν») 2. μτφ. α) προκαλώ σε κάποιον ηδονικό συναίσθημα β) σκοτίζω τον νου, ζαλίζω γ) προκαλώ σε κάποιον ψυχική έξαρση ή ενθουσιασμό 3. βρίσκομαι σε κατάσταση μέθης,… … Dictionary of Greek
μηνώ — (Μ μηνῶ άω και μηνάγω) 1. ειδοποιώ ή παραγγέλλω μέσω ενός προσώπου ή εγγράφως, στέλνω σε κάποιον μήνυμα 2. αναγγέλλω, γνωστοποιώ, φανερώνω, ανακοινώνω («μού μήνυσε πως είναι άρρωστος») 3. διατάζω 4. στέλνω και προσκαλώ κάποιον 5. πληροφορώ 6.… … Dictionary of Greek
προλέγω — ΝΜΑ, ενεργ. αόρ. προείπα και προεῑπα ΝΑ, ενεργ αόρ. β προεῑπον Α 1. λέω κάτι προηγουμένως, προαναφέρω (α. «όπως προείπα...» β. «μέμνησθ ἁγὼ προλέγω», Αισχύλ.) 2. λέω κάτι εκ τών προτέρων («μην προλέγεις όταν δεν γνωρίζεις») 3. προφητεύω,… … Dictionary of Greek