Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μανύω

См. также в других словарях:

  • μανύω — (Α) (δωρ. τ.) βλ. μηνύω …   Dictionary of Greek

  • μανύω — μᾱνύ̱ω , μηνύω disclose what is secret pres subj act 1st sg μᾱνύ̱ω , μηνύω disclose what is secret pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνύω — (ΑΜ μηνύω Μ και μηνυῶ, άω, Α και δωρ. τ. μανύω) 1. αποκαλύπτω μυστικό, καθιστώ κάτι γνωστό, φανερώνω, αποκαλύπτω («ποίου γὰρ ἀνδρὸς τήνδε μηνύει τύχην», Σοφ.) 2. εισάγω κατηγορία ή διατυπώνω καταγγελία εναντίον κάποιου («καὶ ὁ μὲν αὐτός τε καθ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»