Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ῥόμμα

См. также в других словарях:

  • ρόμμα — τὸ, Α το ῥόφημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνεπτυγμένο τ. τού ῥόφημα (> ῥόφμα > ρόμμα). Το ρ. ῥόφω που παραδίδει το Μέγα Ετυμολογικόν είναι μάλλον επινόηση τών γραμματικών, προκειμένου να δικαιολογήσουν τα ῥόμμα, ῥοπτός] …   Dictionary of Greek

  • ῥόμματος — ῥόμμα neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ροφώ — ῥοφῶ, άω και έω, ΝΜΑ, και ρουφῶ Ν και ῥοφῶ και ῥοφάνω και ῥυφάνω και ῥυμφάνω και ιων. τ. ῥυφῶ, έω, Α 1. καταπίνω υγρό με βαθιά εισπνοή, με θορυβώδη τρόπο, με λαιμαργία (α. «μη ρουφάς έτσι τον καφέ» β. «τὴν φακῆν ῥοφήσομαι», Αριστοφ.) 2. αδειάζω… …   Dictionary of Greek

  • ροπτός — ή, όν, Α αυτός που χρησιμοποιείται ως ρόφημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνεπτυγμένο τ. τού ῥοφητός* (> ῥοφτός > ῥοπτός), βλ. και λ. ῥόμμα] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»