-
1 ροφητός
-
2 ῥοφητός
-
3 ῥοφητός
-
4 ῥοφητός
ῥοφητός, geschlürft, zu schlürfen -
5 ροφητός
η, όν см. ρουφηχτός -
6 ῥοφητός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥοφητός
-
7 νεοῤ-ῥόφητος
νεοῤ-ῥόφητος, eben erst ausgeschlürft, getrunken habend, Hippocr.
-
8 ροφητά
ῥοφητόςthat can be: neut nom /voc /acc plῥοφητά̱, ῥοφητόςthat can be: fem nom /voc /acc dualῥοφητά̱, ῥοφητόςthat can be: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
9 ῥοφητά
ῥοφητόςthat can be: neut nom /voc /acc plῥοφητά̱, ῥοφητόςthat can be: fem nom /voc /acc dualῥοφητά̱, ῥοφητόςthat can be: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
10 ροφητών
-
11 ῥοφητῶν
-
12 ροφητόν
-
13 ῥοφητόν
-
14 ροφητοίς
-
15 ῥοφητοῖς
-
16 ροφητού
-
17 ῥοφητοῦ
-
18 ροφητώ
-
19 ῥοφητῷ
-
20 ροφητήν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ῥοφητός — that can be masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ροφητός — ή, όν, Α [ῥοφῶ] (για είδος τροφής) χυλώδης, πολτώδης … Dictionary of Greek
ῥοφητά — ῥοφητός that can be neut nom/voc/acc pl ῥοφητά̱ , ῥοφητός that can be fem nom/voc/acc dual ῥοφητά̱ , ῥοφητός that can be fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοφητῶν — ῥοφητός that can be fem gen pl ῥοφητός that can be masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοφητόν — ῥοφητός that can be masc acc sg ῥοφητός that can be neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοφητοῖς — ῥοφητός that can be masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοφητοῦ — ῥοφητός that can be masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοφητήν — ῥοφητός that can be fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοφητῷ — ῥοφητός that can be masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ροπτός — ή, όν, Α αυτός που χρησιμοποιείται ως ρόφημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνεπτυγμένο τ. τού ῥοφητός* (> ῥοφτός > ῥοπτός), βλ. και λ. ῥόμμα] … Dictionary of Greek
ροφηματικός — ή, όν, Α [ῥοφητός] απορροφητικός … Dictionary of Greek