Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ῥοφητός

См. также в других словарях:

  • ῥοφητός — that can be masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ροφητός — ή, όν, Α [ῥοφῶ] (για είδος τροφής) χυλώδης, πολτώδης …   Dictionary of Greek

  • ῥοφητά — ῥοφητός that can be neut nom/voc/acc pl ῥοφητά̱ , ῥοφητός that can be fem nom/voc/acc dual ῥοφητά̱ , ῥοφητός that can be fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοφητῶν — ῥοφητός that can be fem gen pl ῥοφητός that can be masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοφητόν — ῥοφητός that can be masc acc sg ῥοφητός that can be neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοφητοῖς — ῥοφητός that can be masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοφητοῦ — ῥοφητός that can be masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοφητήν — ῥοφητός that can be fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοφητῷ — ῥοφητός that can be masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ροπτός — ή, όν, Α αυτός που χρησιμοποιείται ως ρόφημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνεπτυγμένο τ. τού ῥοφητός* (> ῥοφτός > ῥοπτός), βλ. και λ. ῥόμμα] …   Dictionary of Greek

  • ροφηματικός — ή, όν, Α [ῥοφητός] απορροφητικός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»