Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ῥόφημα

См. также в других словарях:

  • ῥόφημα — that which is supped up neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρόφημα — το / ῥόφημα, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥύφημα Α [ῥοφῶ / ῥυφῶ] νεοελλ. ζεστό κυρίως πρωινό, αφέψημα, τσάι μσν. ρουφηξιά, γουλιά κρασιού μσν. αρχ. ρευστή, πυκνόρρευστη ή πολτώδης τροφή, σε αντιδιαστολή προς τη στερεά ή την υγρή· …   Dictionary of Greek

  • ρόφημα — το, ατος καθετί που πίνει κανείς, ιδίως για πρόγευμα: Ήπιες το πρωινό ρόφημα; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥοφημάτων — ῥόφημα that which is supped up neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοφήμασι — ῥόφημα that which is supped up neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοφήμασιν — ῥόφημα that which is supped up neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοφήματα — ῥόφημα that which is supped up neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοφήματι — ῥόφημα that which is supped up neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοφήματος — ῥόφημα that which is supped up neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοφήματ' — ῥοφήματα , ῥόφημα that which is supped up neut nom/voc/acc pl ῥοφήματι , ῥόφημα that which is supped up neut dat sg ῥοφήματε , ῥόφημα that which is supped up neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβγόγαλα — το 1. ρόφημα από πυκνόρρευστο μίγμα κρόκου αβγού που χτυπήθηκε μαζί με ζάχαρη και ζεστό γάλα μέσα σε ποτήρι 2. ρόφημα από γάλα, μέσα στο οποίο έβρασε ελαφρά το περιεχόμενο αβγού …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»