-
61 ῥόπτρον
A the wood in a trap which falls when touched and catches the mouse, Archil.90, Poll.7.115: metaph., δίκης ἔπαισεν αὐτὸν ῥ. E.Hipp. 1172.II musical instrument of the Corybantes, tambourine or kettle-drum, Corn.ND30, Luc.Trag. 36, Orph.Frr.105,152, AP6.74 (Agath.);ῥ. βυρσοπαγῆ καὶ κοῖλα περιτείναντες ἠχείοις χαλκοῖς Plu.Crass.23
; cf.ῥόμβος A.1.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥόπτρον
-
62 ῥύμβος
-
63 διάῤῥομβος
-
64 ῥομβοειδής
ῥομβο-ειδής, ές, von der Gestalt eines ῥόμβος, rhomboidisch, σχῆμα -
65 ῥάμφος
Grammatical information: n.Meaning: `(hooked) birdbeak' (com., Call., Plu.).Other forms: Further ῥαμψόν καμπύλον, βλαισόν; ῥαμψὰ γόνατα βλαισὰ γόνατα, τὸ δε αὑτὸ καὶ ῥαιβά H.; (after γαμψός a.o?); cf. Specht Ursprung 200 w. lit., Stang Symb. Oslo. 23, 47.Compounds: λεπτό-ραμφος `having a thin beak' (Paul. Aeg.).Derivatives: ῥαμφή f. `crooked knife' (Plb., H.). From ῥάμφος: ῥάμφ-ιον n. dimin. (sch.), - ίς, - ίδος f. `crooked clasp' (Hero), also = νεὼς εἶδος H. (cf. κορωνίς), - ιος = πελεκανός (Cyran.), - ώδης `beak-like' (Philostr.), - ησταί ἰχθῦς ποιοί H. (Strömberg Fischnamen 43), - άζομαι `to poke with the beak' (H., Phot.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Beside ῥάμφος, ῥαμφή (cf. e.g. γράφος: γραφή) stands with regular full grade ῥέμφος τό στόμα, η ῥίς H. With ῥαμφ- cf. καμπ-, γναμπ-, κραμβ- a.o., for the anlaut also ῥαιβός. No direct agreement. Phonetically comparable, semant. combinable ῥέμβομαι `turn round, roam' (s.v.) with ῥόμβος `(magic) wheel'. Furher one compared Germ., MLG wrimpen `turn up one's nose', wramp-achtich `curled, crooked'; so IE *u̯remb(h)-. Cf. ῥάβδος, ῥέμβομαι; also ῥομφαία. -- The variation β\/ψ prob. points to a Pre-Greek word, which is also prob. seen the a-vocalism.Page in Frisk: 2,641-642Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥάμφος
См. также в других словарях:
ρόμβος — ῥόμβος, ΝΜΑ, και ῥύμβος Α 1. παραλληλόγραμμο μη ορθογώνιο που έχει τις τέσσερεις πλευρές του ίσες 2. ζωολ. ονομασία διαφόρων ψαριών 3. λόγια ονομασία τής σβούρας 4. ρομβοειδές τμήμα ξύλου το οποίο προσαρμόζεται σε χειρολαβή από τη μία επιμήκη… … Dictionary of Greek
ῥόμβος — bull roarer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρόμβος — ο 1. (γεωμ.), κάθε μη ορθογώνιο παραλληλόγραμμο που έχει και τις τέσσερις πλευρές του ίσες. 2. το παιδικό παιχνίδι σβούρα. 3. Το ψάρι καλκάνι. 4. (ναυτ.), καθεμιά από τις 32 διαιρέσεις του ανεμολόγιου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλκάνι ή ρόμβος — Τελεόστεα ψάρια της οικογένειας των βοθιδών, τα οποία έχουν χαρακτηριστικό ρομβοειδές και επίπεδο σχήμα. Σχεδόν όλα τα ψάρια της ομάδας χρησιμοποιούν μόνο το μάτι που βρίσκεται από τη μία πλευρά του σώματος (αριστερή), το χρώμα της οποίας μοιάζει … Dictionary of Greek
ῥύμβε — ῥόμβος bull roarer masc voc sg ῥύμβος bull roarer masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥύμβον — ῥόμβος bull roarer masc acc sg ῥύμβος bull roarer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥύμβος — ῥόμβος bull roarer masc nom sg ῥύμβος bull roarer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥύμβων — ῥόμβος bull roarer masc gen pl ῥύμβος bull roarer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥύμβῳ — ῥόμβος bull roarer masc dat sg ῥύμβος bull roarer masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥόμβοι — ῥόμβος bull roarer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥόμβοις — ῥόμβος bull roarer masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)