-
1 ρωγός
-
2 ῥωγός
-
3 ῥώξ, ῥωγός
-
4 ῥώξ
A breach: in Od.22.143, ἀνὰ ῥῶγας μεγάροιο, the sense is dub.; it seems to mean narrow entrances or passages leading to the hall.------------------------------------2 = ῥάξ 4, in pl., Ruf. ap. Orib.25.1.32. -
5 πληγμός
πληγ-μός, ὁ,A apoplectic stroke, Alex. Trall.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πληγμός
-
6 πῖδαξ
-
7 ῥώξ
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ῥώξ
-
8 ῥά̄ξ
ῥά̄ξ, ῥᾱγόςGrammatical information: f. (LXX also m.).Meaning: `winegrape, -berry', second. also `berry' in gen., metaph. `kind of spider', pl. `fingertips' (Att., hell. a. late).Compounds: As 1. member in ῥαγο-ειδής `grape-like' (medic.).Derivatives: ῥαγ-ίον n. dimin. (Philum. a.o.), - ικός `belonging to the grape', - ώδης `grapelike' (Thphr.), - ίζω `to pick grapes' (Theoc.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Of ῥάξ reminds ῥάματα (for *ῥάγμ-?) βοστρύχια, σταφυλίς. Μακεδόνες H. as well as Lat. racēmus `stalk of a cluster of grapes, grapes'. Further isolated; prob. a Mediterranean word (cf. Schwyzer 425 w. lit., 310). IE etymologies to be rejected s. W.-Hofmann s.v.; wrong also Carnoy REGr. 69, 286 and Ant. class. 27, 326. Older lit. in Bq. -- So prob. Pre-Greek (Furnée 126). ῥώξ will be a Pre-Greek variant. -- Demiraj, Alb. Etymologien 1997,196 adduces Alb. rrush `resin' which is identical to Rrush the old name of Ragusa; the word would be a substratum element.Page in Frisk: 2,642Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥά̄ξ
-
9 ῥᾱγός
ῥά̄ξ, ῥᾱγόςGrammatical information: f. (LXX also m.).Meaning: `winegrape, -berry', second. also `berry' in gen., metaph. `kind of spider', pl. `fingertips' (Att., hell. a. late).Compounds: As 1. member in ῥαγο-ειδής `grape-like' (medic.).Derivatives: ῥαγ-ίον n. dimin. (Philum. a.o.), - ικός `belonging to the grape', - ώδης `grapelike' (Thphr.), - ίζω `to pick grapes' (Theoc.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Of ῥάξ reminds ῥάματα (for *ῥάγμ-?) βοστρύχια, σταφυλίς. Μακεδόνες H. as well as Lat. racēmus `stalk of a cluster of grapes, grapes'. Further isolated; prob. a Mediterranean word (cf. Schwyzer 425 w. lit., 310). IE etymologies to be rejected s. W.-Hofmann s.v.; wrong also Carnoy REGr. 69, 286 and Ant. class. 27, 326. Older lit. in Bq. -- So prob. Pre-Greek (Furnée 126). ῥώξ will be a Pre-Greek variant. -- Demiraj, Alb. Etymologien 1997,196 adduces Alb. rrush `resin' which is identical to Rrush the old name of Ragusa; the word would be a substratum element.Page in Frisk: 2,642Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥᾱγός
См. также в других словарях:
ῥωγός — ῥάξ grape fem gen sg ῥώξ grape fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρώξ — (I) ῥωγός, ἡ, ΜΑ ρήγμα, σχισμή («ἀνὰ ῥωγᾱς μεγάροιο» μέσα από τους στενούς διαδρόμους που οδηγούν στο μέγαρο, Ομ. Οδ.) αρχ. σύντριμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥώξ, ῥωγός ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ τού ῥήγνυμι* και μαρτυρείται μόνο στην αιτ. τού… … Dictionary of Greek
овраг — род. п. а, др. русск. врагъ (Сузд. летоп. под 1373 г., Двинск. грам. ХV в.; см. Соболевский, ниже), болг. овраг. Как правило, исходят из *вьрагъ от виръ ключ (вод.), стремнина (в реке) , вьрѣти бить ключом (см. Соболевский, РФВ 66, 346 и сл.;… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
αρρώξ — ἀρρώξ, ο, η (Α) αυτός που δεν έχει ρωγμές, ο άρρηκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ρώξ ( ρωγός) (< ρήγνυμι) «ρήγμα, σχίσμα»] … Dictionary of Greek
ασάρωτος — και ριστος, ρωγος, η, ο (Α ἀσάρωτος, ον) [σαρώ] εκείνος τον οποίο δεν έχουν σαρώσει, ο ασκούπιστος … Dictionary of Greek
επιρρωγολογούμαι — ἐπιρρωγολογοῡμαι, έομαι (Α) 1. μαζεύω μετά τον τρύγο τις ρώγες που έμειναν 2. (το ενεργ. κατά τον Ησύχ.) «ἐπιρρωγολογοῡσι καλαμῶνται τὸν ἀμπελῶνα». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ρωξ, ρωγός «ρώγα του σταφυλιού» + λογούμαι, τού λογώ* «μαζεύω»] … Dictionary of Greek
ευρώγης — εὐρώγης, ες (Α) αυτός που έχει καλές ρώγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ* + ρωξ, ρωγός «ρώγα»] … Dictionary of Greek
ρωγάς — άδος, ὁ, ἡ, Α 1. ως επίθ. ξεσχισμένος, κουρελιασμένος 2. ως ουσ. (κατά τον Ησύχ.) ρήγμα, σχίσμα γης, χάσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ τού ῥήγνυμι* (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. πεδι άς)] … Dictionary of Greek
ρωγαλέος — η, ον, Α (επικ. τ.) εντελώς σχισμένος, κουρελιασμένος («ῥάκος... ἠδέ χιτῶνα, ῥωγαλέα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ τού ῥήγνυμι* (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + επίθημα αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος, πειναλέος)] … Dictionary of Greek
ρωγμή — η / ῥωγμή, ΝΜΑ και ῥωχμή ΜΑ επιμήκης επιφανειακή ή βαθιά σχισμή στερεού σώματος, διακοπή τής συνέχειας μιας επιφάνειας με τον σχηματισμό ανοίγματος σε αυτήν, σκάσιμο, χάσμα (α. «μετά τον σεισμό παρουσιάστηκαν πολλές ρωγμές στο έδαφος» β. «ῥωγμή… … Dictionary of Greek
ρωχμός — (I) και ῥωγμός, ὁ, Α ρήγμα, σχισμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ῥωκ σμός, με σίγηση τού σ και τροπή τού άηχου κ σε δασύ χ < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ τού ῥήγνυμι* (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + επίθημα σμός (πρβλ. ἰωχμός). Ο τ. ῥωγμός < θ. ῥωγ τού ῥήγνυμι + κατάλ.… … Dictionary of Greek