Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἑρπετοῦ

  • 1 ερπετού

    ἑρπετόν
    beast: neut gen sg

    Morphologia Graeca > ερπετού

  • 2 ἑρπετοῦ

    ἑρπετόν
    beast: neut gen sg

    Morphologia Graeca > ἑρπετοῦ

  • 3 πληγμός

    A apoplectic stroke, Alex. Trall.12.
    II bite, ἑρπετοῦ Heraclid.Tar. ap. Gal.14.181; ῥωγός Sch.Nic.Th. 655.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πληγμός

  • 4 ἐμπτύω

    II spit upon,

    εἴς τι Ath. 8.345c

    ;

    εἰς τὸ πρόσωπον PMagd.24.7

    (iii B.C.), Plu.2.189a;

    ἐς τὸ πρόσωπόν τινος Herod.5.76

    , LXXNu.12.14, Ev.Matt.26.67;

    εἴς τινα Ev.Matt.27.30

    : c. dat., Arist.Fr. 347, Ev.Marc.10.24, etc.:—[voice] Med., LXX De.25.9:—[voice] Pass., to be spat upon, Muson.Fr.10p.52H.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπτύω

  • 5 κακός

    κακός, ή, όν (Hom.+; gener. pert. to not meeting accepted standards of behavior, ‘bad, worthless, inferior’).
    pert. to being socially or morally reprehensible, bad, evil (Hom.+; LXX)
    of pers. ὁ κ. δοῦλος the bad slave Mt 24:48 (TestJob 7:7 κακὴ δούλη); κ. ἐργάτης evil-doer Phil 3:2. Subst. without art. (Sir 20:18) Rv 2:2. κακοὺς κακῶς ἀπολέσει Mt 21:41 (cp. Hipponax [VI B.C.] 77, 3 D.3; Soph., Phil. 1369; Aristippus in Diog. L. 2, 76 κακοὶ κακῶς ἀπόλοιντο; Nicol. Dam.: 90 Fgm. 66, 33 Jac.; Cebes 32, 5; Alciphron 2, 2, 1 κακὸς κακῶς ἀπόλοιτο; Jos., Ant. 2, 300; 7, 291; 12, 256; SIG 526, 46f [III B.C.] ἐξόλλυσθαι κακῶς κακούς; POxy 1238, 5 κακὸς κακῶς ἀπόλ.).—New Docs 4 p. 31 [lit.].
    of human characteristics, actions, emotion, plans, etc. (POxy 532, 22 [II A.D.] ὑπὸ κακοῦ συνειδότος κατεχόμενος; 2 Macc 5:8; 4 Macc 17:2; Just., D. 17, 1 κακῆς προλήψεως; 94, 2 κ. πράξεις; 121, 3 πολιτείας) διαλογισμοί evil thoughts Mk 7:21. ἐπιθυμία base desire (Menand., Fgm. 718, 7 Kö.=535, 7 Kock; Pr 12:12; Just., A I, 10, 6) Col 3:5; ἔργον κ. bad deed Ro 13:3. ὁμιλίαι bad company, evil associations 1 Cor 15:33 (s. ἦθος). διδασκαλία IEph 16:2; cp. 9:1.
    neut. as subst. (Hom.+; ins, pap, LXX, TestAsh 1:5; 4:5; Philo; Just., D. 1, 5 al.) τὸ κακόν evil, wrong what is contrary to custom or law εἰ κακῶς ἐλάλησα, μαρτύρησον περὶ τοῦ κακοῦ if I have said something in a wrong way, say what’s wrong about it J 18:23; Ro 7:21 (opp. τὸ καλόν, the right, the fine, the admirable deed) (Maximus Tyr. 34, 2a: the soul falls victim to [the] κακόν, contrary to its own efforts and in spite of its struggles); 16:19; 1 Cor 13:5; Hb 5:14; 1 Pt 3:10f; 1 Cl 22, 4 (both Ps 33:15); 3J 11. Perh. also Ro 14:20 (s. 2 below). οὐδὲν κ. nothing wrong Ac 23:9. Pl. evil deeds (Ael. Aristid. 45 p. 74 D.; TestSim 5:3; Ar. 13, 7; Just., A I, 28, 4) Ro 1:30; 1 Cor 10:6; Js 1:13 (s. ἀπείραστος); πάντα τὰ κ. all evils 1 Ti 6:10. μῆνις … ἐκ τοσούτων κακῶν συνισταμένη vengefulness composed of so many evils Hm 5, 2, 4.—κακὸν ποιεῖν do (what is) evil (Menand., Sam. 652 S. [307 Kö.]; Eccl 4:17; Plut., Mor. 523a) Mt 27:23; Mk 15:14; Lk 23:22; J 18:30 (s. κακαποιός); 2 Cor 13:7; 1 Pt 3:12 (Ps 33:17). Also τὸ κ. ποιεῖν Ro 13:4a; τὰ κ. ποιεῖν (Pr 16:12) 3:8; cp. GPt 4:13. (τὸ) κ. πράσσειν (TestAsh 6:2; only pl. Pr 10:23 and Just., D. 108, 1) Ro 7:19; 9:11 v.l.; 13:4b; 2 Cor 5:10 v.l. κατεργάζεσθαι τὸ κ. 2:9.
    pert. to being harmful or injurious, evil, injurious, dangerous, pernicious, of things or conditions (Pr 16:9 ἡμέρα κ.; TestAbr B 4 p. 108, 12 [Stone p. 64] οὐδὲν κ.; Just., A I, 2, 3 φήμη κ.) ἕλκος κ. καὶ πονηρόν Rv 16:2. κ. θηρία Tit 1:12 (cp. POxy 1060, 7 ἀπὸ παντὸς κακοῦ ἑρπετοῦ. On transfer to human beings s. θηρίον 2). θανάσιμον φάρμακον …, ὅπερ ὁ ἀγνοῶν ἡδέως λαμβάνει ἐν ἡδονῇ κακῇ a deadly poison which the ignorant takes with perilous delight ITr 6:2 (cp. Just., A I, 21, 5 κακῶν καὶ αἰσχρῶν ἡδονῶν). Subst. τὸ κακόν (the) evil (Susario Com. [VI B.C.] κακὸν γυναῖκες; AnthLG: Fgm. iamb. adesp. 29 Diehl δῆμος ἄστατον κακόν; Ps.-Pla., Eryxias 8, 395e: opp. τὸ ἀγαθόν; Apollon. Rhod. 3, 129; Theocr. 14, 36; Plut., Lysander 18, 9 of ἄγνοια; Maximus Tyr. 24, 4a μέγιστον ἀνθρώπῳ κακὸν ἐπιθυμία ‘desire for more is humanity’s worst bane’; TestGad 3:1 [μῖσος]; Philo, Rer. Div. Her. 287 [λιμὸς] … κακὸν χεῖρον) of the tongue ἀκατάστατον κακόν Js 3:8 (s. ἀκατάστατος). (τὰ) κακά misfortunes (Appian, Iber. 79, §338; Maximus Tyr. 41, 3aff; schol. on Soph., Trach. 112 p. 286 Papag.; Is 46:7; EpArist 197; 207; TestJob 23:6; TestLevi 10:2; Jos., Bell. 6, 213, Ant. 3, 86) Lk 16:25; Ac 8:24 D; 2 Cl 10:1; AcPl Ha 3, 10; 11:7. κακόν τι πάσχειν suffer harm Ac 28:5 (cp. EpJer 33; Jos., Ant. 12, 376; Just., A I, 2, 4; Ath. 12, 1). πράσσειν ἑαυτῷ κ. do harm to oneself 16:28. τί κ. ἐστιν; w. inf. foll. what harm is there? MPol 8:2. Prob. Ro 14:20 (s. 1c above) κ. τῷ ἀνθρώπῳ harmful for the person belongs here. ἡσυχάσει ἄφοβος ἀπὸ παντὸς κακοῦ will have rest without fear of any evil 1Cl 57:7 (Pr 1:33).
    Certain passages fall betw. 1 and 2; in them the harm is caused by evil intent, so that 1 and 2 are combined: evil, harm, wrong Ro 12:21ab (cp. the proverb s.v. ἰάομαι 2b. Also Polyaenus 5, 11 οὐ κακῷ κακὸν ἠμυνάμην, ἀλλʼ ἀγαθῷ κακόν; but s. SRobertson, ET 60, ’48/49, 322). κακά τινι ποιεῖν Ac 9:13 (the dat. as 4Km 8:12; TestJud 7:8 οὐδὲν κακόν; Vi. Aesopi G 11 P.; Witkowski 64, 12 [95 B.C.]=PGrenf II, 36 ἡμῖν κακὸν ἐποίησεν; s. B-D-F §157). (διάβολος) ποιήσει τι κακὸν τοῖς δούλοις τοῦ θεοῦ (the devil) will inflict some kind of harm on God’s slaves Hm 4, 3, 4. κακόν τινι ἐργάζεσθαι Ro 13:10. κακά τινι ἐνδείκνυσθαι 2 Ti 4:14 (cp. Da 3:44; TestZeb 3:8). (τινί) κακὸν ἀντὶ κακοῦ ἀποδιδόναι (cp. Paroem. Gr.: Apostol. 18, 33 χρὴ μὴ τὸ κακὸν διὰ κακοῦ ἀμύνασθαι; Mel., P. 90, 676 ἀνταποδοὺς … κακὰ ἀντὶ καλῶν) Ro 12:17; 1 Th 5:15; 1 Pt 3:9; Pol 2:2.—WLofthouse, Poneron and Kakon in O and NT: ET 60, ’48/49, 264–68; s. κακία (GBaumbach).—B. 1177. DELG. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > κακός

См. также в других словарях:

  • ἑρπετοῦ — ἑρπετόν beast neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφίσβαινα — (amphisbaena).Γένος λεπιδωτών ερπετών της οικογένειας των αμφισβαινιδών. Ζουν σε περιοχές της τροπικής Αμερικής μέσα σε σωρούς κοπριάς ή σε υπόγειες φωλιές τερμιτών. Δεν έχουν πόδια και το δέρμα τους είναι μαλακό, καλυμμένο με τετράγωνες φολίδες… …   Dictionary of Greek

  • MAGI — I. MAGI Sacerdotes et Philosophi Persarum, quibus et sacra et publica res curae, magnô apud omnes pretiô, Altrorum praecipue contemplationi vacabant: Horum auctor Zoroaster, seu Altrotheates, doctrina verô nihil aliud fuisse videtur, quam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Πυθώ — οῡς, ἡ, Α 1. η χώρα όπου βρίσκεται η πόλη τών Δελφών 2. οι Δελφοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Τοπωνύμιο άγνωστης ετυμολ. Οι Αρχαίοι είχαν συνδέσει τη λ. με το ρ. πύθομαι «σαπίζω, αποσυντίθεμαι», λόγω τής αποσύνθεσης τού ερπετού που είχε σκοτώσει εκεί ο Απόλλων. Η… …   Dictionary of Greek

  • άτριχος — η, ο (AM ἄτριχος, ον) αυτός που δεν έχει μαλλιά ή γένεια αρχ. ως ουσ. ὀ ἄτριχος είδος ερπετού …   Dictionary of Greek

  • έρμα — το (AM ἕρμα) πρόσθετο βάρος το οποίο τοποθετείται στο κύτος πλοίου ή λέμβου για να αυξήσει την ευστάθειά τους, η σαβούρα νεοελλ. 1. πρόσθετο βάρος, το οποίο τοποθετείται στη λέμβο αερόστατου, για να ρυθμίζεται η ανύψωσή του 2. στρώμα από σκύρα,… …   Dictionary of Greek

  • ακοντίας — (acontias). Γένος λεπιδωτών ερπετών της οικογένειας των σκινκιδών. Είναι σαύρα με οφιοειδές σώμα, χωρίς άκρα ή με πολύ ατροφικά. Ζει στη νότια Αφρική, στη Μαδαγασκάρη και στη Σρι Λάνκα. Το νοτιοαφρικανικό είδος α. η μελεαγρίς, έχει υπόλευκο χρώμα …   Dictionary of Greek

  • ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… …   Dictionary of Greek

  • δρακοντίας — δρακοντίας, ο (AM) μσν. πολύτιμη πέτρα αρχ. 1. δρακόντειος 2. φρ. α) «δρακοντίας πυρός» είδος σιταριού β) «δρακοντίας σίκυς» αγγούρι 3. πέτρα που βρίσκεται στο κεφάλι ερπετού …   Dictionary of Greek

  • ερπετόμορφος — η, ο (Α ἑρπετόμορφος, ον) αυτός που έχει μορφή ερπετού, ο ερπετοειδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερπετό + μορφος (< μορφή)]· …   Dictionary of Greek

  • ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»