Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ῥωγός

См. также в других словарях:

  • ῥωγός — ῥάξ grape fem gen sg ῥώξ grape fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρώξ — (I) ῥωγός, ἡ, ΜΑ ρήγμα, σχισμή («ἀνὰ ῥωγᾱς μεγάροιο» μέσα από τους στενούς διαδρόμους που οδηγούν στο μέγαρο, Ομ. Οδ.) αρχ. σύντριμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥώξ, ῥωγός ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ τού ῥήγνυμι* και μαρτυρείται μόνο στην αιτ. τού… …   Dictionary of Greek

  • овраг — род. п. а, др. русск. врагъ (Сузд. летоп. под 1373 г., Двинск. грам. ХV в.; см. Соболевский, ниже), болг. овраг. Как правило, исходят из *вьрагъ от виръ ключ (вод.), стремнина (в реке) , вьрѣти бить ключом (см. Соболевский, РФВ 66, 346 и сл.;… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • αρρώξ — ἀρρώξ, ο, η (Α) αυτός που δεν έχει ρωγμές, ο άρρηκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ρώξ ( ρωγός) (< ρήγνυμι) «ρήγμα, σχίσμα»] …   Dictionary of Greek

  • ασάρωτος — και ριστος, ρωγος, η, ο (Α ἀσάρωτος, ον) [σαρώ] εκείνος τον οποίο δεν έχουν σαρώσει, ο ασκούπιστος …   Dictionary of Greek

  • επιρρωγολογούμαι — ἐπιρρωγολογοῡμαι, έομαι (Α) 1. μαζεύω μετά τον τρύγο τις ρώγες που έμειναν 2. (το ενεργ. κατά τον Ησύχ.) «ἐπιρρωγολογοῡσι καλαμῶνται τὸν ἀμπελῶνα». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ρωξ, ρωγός «ρώγα του σταφυλιού» + λογούμαι, τού λογώ* «μαζεύω»] …   Dictionary of Greek

  • ευρώγης — εὐρώγης, ες (Α) αυτός που έχει καλές ρώγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ* + ρωξ, ρωγός «ρώγα»] …   Dictionary of Greek

  • ρωγάς — άδος, ὁ, ἡ, Α 1. ως επίθ. ξεσχισμένος, κουρελιασμένος 2. ως ουσ. (κατά τον Ησύχ.) ρήγμα, σχίσμα γης, χάσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ τού ῥήγνυμι* (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. πεδι άς)] …   Dictionary of Greek

  • ρωγαλέος — η, ον, Α (επικ. τ.) εντελώς σχισμένος, κουρελιασμένος («ῥάκος... ἠδέ χιτῶνα, ῥωγαλέα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ τού ῥήγνυμι* (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + επίθημα αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος, πειναλέος)] …   Dictionary of Greek

  • ρωγμή — η / ῥωγμή, ΝΜΑ και ῥωχμή ΜΑ επιμήκης επιφανειακή ή βαθιά σχισμή στερεού σώματος, διακοπή τής συνέχειας μιας επιφάνειας με τον σχηματισμό ανοίγματος σε αυτήν, σκάσιμο, χάσμα (α. «μετά τον σεισμό παρουσιάστηκαν πολλές ρωγμές στο έδαφος» β. «ῥωγμή… …   Dictionary of Greek

  • ρωχμός — (I) και ῥωγμός, ὁ, Α ρήγμα, σχισμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ῥωκ σμός, με σίγηση τού σ και τροπή τού άηχου κ σε δασύ χ < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥωγ τού ῥήγνυμι* (πρβλ. ῥώξ, ῥωγός) + επίθημα σμός (πρβλ. ἰωχμός). Ο τ. ῥωγμός < θ. ῥωγ τού ῥήγνυμι + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»