-
1 σταφυλίς
σταφυλίςbunch of grapes: fem nom sg -
2 σταφυλίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σταφυλίς
-
3 σταφυλίδες
σταφυλίςbunch of grapes: fem nom /voc pl -
4 σταφυλίδος
σταφυλίςbunch of grapes: fem gen sg -
5 ῥαγάς
-
6 ῥάματα
------------------------------------ -
7 ῥά̄ξ
ῥά̄ξ, ῥᾱγόςGrammatical information: f. (LXX also m.).Meaning: `winegrape, -berry', second. also `berry' in gen., metaph. `kind of spider', pl. `fingertips' (Att., hell. a. late).Compounds: As 1. member in ῥαγο-ειδής `grape-like' (medic.).Derivatives: ῥαγ-ίον n. dimin. (Philum. a.o.), - ικός `belonging to the grape', - ώδης `grapelike' (Thphr.), - ίζω `to pick grapes' (Theoc.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Of ῥάξ reminds ῥάματα (for *ῥάγμ-?) βοστρύχια, σταφυλίς. Μακεδόνες H. as well as Lat. racēmus `stalk of a cluster of grapes, grapes'. Further isolated; prob. a Mediterranean word (cf. Schwyzer 425 w. lit., 310). IE etymologies to be rejected s. W.-Hofmann s.v.; wrong also Carnoy REGr. 69, 286 and Ant. class. 27, 326. Older lit. in Bq. -- So prob. Pre-Greek (Furnée 126). ῥώξ will be a Pre-Greek variant. -- Demiraj, Alb. Etymologien 1997,196 adduces Alb. rrush `resin' which is identical to Rrush the old name of Ragusa; the word would be a substratum element.Page in Frisk: 2,642Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥά̄ξ
-
8 ῥᾱγός
ῥά̄ξ, ῥᾱγόςGrammatical information: f. (LXX also m.).Meaning: `winegrape, -berry', second. also `berry' in gen., metaph. `kind of spider', pl. `fingertips' (Att., hell. a. late).Compounds: As 1. member in ῥαγο-ειδής `grape-like' (medic.).Derivatives: ῥαγ-ίον n. dimin. (Philum. a.o.), - ικός `belonging to the grape', - ώδης `grapelike' (Thphr.), - ίζω `to pick grapes' (Theoc.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Of ῥάξ reminds ῥάματα (for *ῥάγμ-?) βοστρύχια, σταφυλίς. Μακεδόνες H. as well as Lat. racēmus `stalk of a cluster of grapes, grapes'. Further isolated; prob. a Mediterranean word (cf. Schwyzer 425 w. lit., 310). IE etymologies to be rejected s. W.-Hofmann s.v.; wrong also Carnoy REGr. 69, 286 and Ant. class. 27, 326. Older lit. in Bq. -- So prob. Pre-Greek (Furnée 126). ῥώξ will be a Pre-Greek variant. -- Demiraj, Alb. Etymologien 1997,196 adduces Alb. rrush `resin' which is identical to Rrush the old name of Ragusa; the word would be a substratum element.Page in Frisk: 2,642Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥᾱγός
См. также в других словарях:
σταφυλίς — bunch of grapes fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφυλίς — ίδος, ἡ, Α 1. σταφύλι 2. ιατρ. εξογκωμένη σταφυλή, κιονίδα 3. (κατά τον Ησύχ.) «γαργαρεών». [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή + επίθημα ίς, ίδος] … Dictionary of Greek
σταφυλίδες — σταφυλίς bunch of grapes fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταφυλίδος — σταφυλίς bunch of grapes fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве … Википедия
ραγάδα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 630 μ.), στην πρώην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Φιλλύρας. * * * η / ῥαγάς, άδος, ΝΜΑ 1. ρωγμή, μικρή σχισμή, ράγισμα, χαραματιά, χαραμάδα, σκασιματιά 2. ιατρ. γραμμοειδής σχισμή τού… … Dictionary of Greek
ράματα — τὰ, Α (κατά τον Ησύχ.) «βοτρύδια, σταφυλίς. Μακεδόνες». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. ῥάξ, ῥαγός «ρώγα» και έχει πιθ. προέλθει από τ. *ῥάγματα] … Dictionary of Greek
σταφυλάγρα — η, ΝΑ χειρουργική λαβίδα με την οποία συγκρατείται η σταφυλίδα κατά τη διάρκεια χειρουργικών επεμβάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή / σταφυλίς + ἄγρα «κυνήγι, σύλληψη» (πρβλ. ποδ άγρα)] … Dictionary of Greek
σταφυλεπάρτης — ὁ, ΜΑ η σταφυλάγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή / σταφυλίς + ἐπάρτης (< ἐπαίρω «σηκώνω»)] … Dictionary of Greek
σταφυλιοκαύστης — και σταφυλοκαύστης, ὁ, Α όργανο για την καυτηρίαση τής σταφυλής τής υπερώας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή / σταφυλίς + καύστης (< καίω), πρβλ. νεκρο καύστης] … Dictionary of Greek
σταφυλοτόμο — το / σταφυλοτόμον, ΝΑ χειρουργικό εργαλείο για την εκτέλεση σταφυλοτομίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή / σταφυλίς + τόμον (< τέμνω), πρβλ. βλεφαρο τόμον] … Dictionary of Greek