-
1 ῥυβόν
Grammatical information: n.Meaning: `τὸ ἐπικαμπες παρὰ τοῖς Αἰολεῦσιν' (Hdn. Gr., EM). From it ` Ρυβᾶς (IIa; Bechtel Namenst. 43).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Transformation of ῥαιβός after a word that is semant. close, perh. ὑβός, γρυπός? Cf. Bechtel Dial. 1, 125. -- Rather a variant of a Pre-Greek word.Page in Frisk: 2,664Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥυβόν
-
2 μέγας
1 (μέγας, -αν, -άλοι, -άλων; -άλα, -άλας, -άλᾳ, -άλαν, -άλαι, -αλᾶν, -άλαις, -άλας; μέγα, μεγάλῳ, μέγα, μεγάλων, μεγάλα.)a great in size.I of people, animals.τὸν μέγαν πολεμιστὰν ἔκπαγλον Ἀλκυονῆ N. 4.27
ἀρχὸν οἰωνῶν μέγαν αἰετόν I. 6.50
II of things,μέγαν ὄλβον O. 1.56
θό-ρυβον μέγαν O. 10.73
μεγάλας δρυός P. 4.264
“μέγαν ἄλλοθι κλᾶρον ἔχω; Pae. 4.48
]ἐσελθὼν μέγα[ (sc. στέγος, simm.) fr. 169. 18. λιπαρᾶν τε Θηβᾶν μέγαν σκόπελον fr. 196.bI of people, mighty, sovereign † ἄλλοισι δ' ἄλλοι μεγάλοι ( ἐπ' ἄλλοισι coni. byz.) O. 1.113 πατὴρ μέγας (Π: γᾶς codd.: Kronos) O. 2.76 θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας Zeus O. 7.34 σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ῥόμβοι τυπάνων Δ. 2.. Ματρὸς μεγάλας fr. 95. 3. μεγάλας θεοῦ Great Mother fr. 96. 1.II of things, greatμεγάλων ἀέθλων ἁγνὰν κρίσιν O. 3.21
μέγαν ὅρκον ὀμόσσαις O. 6.20
θεῶν δ' ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν O. 7.65
μεγάλαν ἀρετὰν O. 8.5
μέγα τοι κλέος αἰεὶ O. 8.10
μεγάλαις ἀρεταῖς O. 11.6
εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν pr. weighty P. 1.87ἔδωκεν μέγα κῦδος P. 2.89
ὁ μέγας πότμος P. 3.86
σμικρὸς ἐν σμικροῖς, μέγας ἐν μεγάλοις ἔσσομαι P. 3.107
“ μεγαλᾶν πολίων” P. 4.19, P. 5.16 “ μεγάλας Λακεδαίμονος” P. 4.48 “ μεγάλαν προγόνων τιμὰν” P. 4.148 μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν (v. l. μεγάλαν δ' ἀρετὰν) P. 5.98Διός τοι νόος μέγας P. 5.122
ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχὼν ἁβρότατος ἔπι μεγάλας ἐξ ἐλπίδος πέταται (perhaps ἀπὸ κοινοῦ with ἁβρότατος and ἐλπίδος) P. 8.89 “ μεγάλαν δύνασιν” P. 9.30ἀρεταὶ δ' αἰεὶ μεγάλαι πολύμυθοι P. 9.76
θέμεν αἶνον ἀελλοπόδων μέγαν ἵππων pr. N. 1.6μεγάλων δ' ἀέθλων N. 1.11
ἐν κορυφαῖς ἀρετᾶν μεγάλαις N. 1.34
ταῖς μεγάλαις Ἀθήναις N. 2.8
Ἀχιλεὺς παῖς ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα N. 3.44
αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν N. 5.14
ἔλπομαι μέγα εἰπὼν σκοποῦ ἄντα τυχεῖν ὥτ' ἀπὸ τόξου ἱείς having made a proud claim N. 6.27ἀλλά τι προσφέρομεν ἔμπαν ἢ μέγαν νόον ἤτοι φύσιν ἀθανάτοις N. 6.4
ἀρετὰς ἀποδεικνύμενοι μεγάλας N. 6.47
ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ N. 7.12
παρὰ μέγαν ὀμφαλὸν εὐρυκόλπου μόλεν χθονός N. 7.33
καὶ μέγα ἔργονἐμήσαντ' ὠκέως N. 10.64
μεγάλαι δ' ἀρεταὶ I. 3.4
μή μοι μέγας ἕρπων κάμοι ἐξοπίσω χρόνος ἔμπεδος Pae. 2.26
]ν ἐν Ἄργει μεγάλῳ Δ. 1.. ἀρχὰ μεγάλας ἀρετᾶς fr. 205.ὁ μέγας κίνδυνος O. 1.81
ἔπαθον μεγάλα O. 2.23
ταύταν μεγάλαν ἀυάταν P. 3.24
πεδὰ μέγαν κάματον P. 5.47
ἡσυχίαν καμάτων μεγάλων ποινὰν λαχόντ' ἐξαίρετον N. 1.70
ἐκ μεγάλων δὲ πενθέων λυθέντες I. 8.6
πρὸ πόνων δέ κε μεγάλων Pae. 6.90
τὸν μονοκρήπιδα πάντως ἐν φυλακᾷ σχεθέμεν μεγάλᾳ P. 4.75
IV frag. ] ιαντα μεγαν[ fr. 169. 14.2 comp., μείζων. (-ων, -ω; -ονα acc.) greaterκτίσεν δ' ἄλσεα μείζονα θεῶν P. 5.89
δαέντι δὲ καὶ σοφία μείζων ἄδολος τελέθει (pr.: v. von d. Mühll, M. H., 1963, 200) O. 7.53ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπαμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει I. 1.63
] κε μεζον θε[ (Π̆{S}: μεγα Π.) P. Oxy. 2445, fr. 6.3 superl., μέγιστος. (-ῳ, -ον, -οι; -αν, -αις; -ον nom., acc., -α acc.)a of people, mightiest πατρὶ μεγίστῳ Zeus O. 10.45, cf. O. 9.61 Δαναῶν ἧσαν μέγιστοι <¯˘¯> the sons of Talaos N. 9.17 σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες αὔξοντ fr. 133. 4.b of things, preeminent, foremostἑορταῖς θεῶν μεγίσταις O. 5.5
τεθμόν τε μέγιστον ἀέθλων O. 6.69
τιμὰν μεγίσταν πράγματι παντὶ φέρειν P. 4.278
τὸ μὲν μέγιστον τόθι χαρμάτων ὤπασας P. 8.64
τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ τόλμᾳ τε καὶ σθένει P. 10.24
μέγιστον δ' αἰόλῳ ψεύδει γέρας ἀντέταται N. 8.25
ἀστῶν γενεᾷ μέγιστοι κλέος αὔξων pr. I. 7.29 ἔχεν δὲ σπέρμα μέγιστον ἄλοχος (i. e. τοῦ μεγίστου, of Zeus) O. 9.61c fragg. ὁ μέγιστ[ος Πα. 7. a. 3. ] μεγιστων[ fr. 215c. 2. -
3 ῥέμβομαι
Grammatical information: v.Meaning: `to go about, to wander, to roam around, to act at random' (hell. a. late).Other forms: only pres. except ῥεμφθῆναι ῥέμβεσθαι H.Compounds: Rarely w. ἀπο- a.o.Derivatives: ῥεμβώδη-'walking about, aimless, idle' (Plb., Plu.), to which as backformation ῥέμβος m. `wandering about' (Plu., Aret.), adj. ῥεμβός (late), f. - άς (LXX as v. l.). Enlargements: ῥεμβ-εύω ( κατα- ῥέμβομαι) = ῥέμβομαι, - ασμός m. `roaming' (LXX; *-άζομαι). -- With ablaut ῥόμβος, also ῥύμβος (acc. to gramm. Att.) m. `circular movement, top, hummingtop, magic wheel, tambourine' (Pi., Critias, E.), geom. `rhombus' (Arist., Euc. a.o.; on the meaning Gow JHSt. 54, 1ff., Mugler Dict. géom. s.v.), also n. of a flatfish, `turbot' v.t. (Ath. a.o.; Strömberg Fischn. 38, Thompson Fishes s.v.); ῥομβο-ειδής `rhombus-like, rhomboidic' (Hp., Euc. etc.). From it 1. dimin. ῥυμβ-ίον n. `little top' (sch.); 2. ῥομβ-ωτός `having the form of a rhombus' (hell. a. late); 3. - ηδόν `in the way of a rh.' (Man.); 4. - έω ( ῥυ-) `to go in circles' (Pl. a.o.) with - ητής m. `top' (Orph.), ἐπι- ῥέμβομαι `to whirl like a hummingtop' (Sapph.); - όομαι `to be turned into a rh.' (Hero). Also ῥυμβ-όνες f. pl. `wrigglings' of a snake (A. R.; cf. ἀγκ-όνες a.o.), - ονάω ( ῥεμβ-) `to sway, to hurl away' (Phld., Ael.; after σφενδονάω).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: ῥόμβος already in Pi., proves also for the much later attested primary ῥέμβομαι an early date. The byform ῥύμβος reminds of cases like ῥοφέω: ῥυφέω (cf. Schwyzer 351 f.); note also ῥυβόν ἐπικαμ-πές (EM, Hdn. Gr.). -- With ῥέμβομαι one might compare Germ., MLG wrimpen `contract (one's face), rümpfen' (Persson Beitr. 1, 498). An IE *u̯remb- seems nevertheless doubtful, first because of the deviating meanings, second because we have to reckon with several kinds of rhiming formations (s. lit. in Persson l.c. and WP. 1, 276). At least as uncertain is the comparison with Lith. reñgtis `bow, buck' (de Saussure MSL 8, 443 n.) a.o. (s. Lidén Ein balt.-slav. Anlautges. 14 f.). Together with ῥάμφος, ῥέμφος, ῥάμνος, ῥάβδος, ῥέπω, ῥέμβομαι forms a rather motley heap, in which one finds a root u̯er- enlarged with a labial (β, φ, π) with the most flexible meaning `turn'; beside the labials one finds also velar and dental enlargements, s. WP. 1, 270ff., Pok. 1152ff. (after Persson Beitr. 1, 497ff.). -- The forms with ῥυμβ-, ῥυβ- seem to point to a Pre-Greek word.Page in Frisk: 2,648-649Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ῥέμβομαι
См. также в других словарях:
ρυβόν — τὸ, Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «τὸ ἐπικαμπὲς παρ Αἰολεῡσιν». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί πιθ. από το επίθ. ῥαιβός «στρεβλός» κατά τον φωνηεντισμό τών γρυπός, ὑβός. Κατ άλλη άποψη, ο τ. συνδέεται με το επίθ. ῥοικός «κυρτός», ενώ το υ τού… … Dictionary of Greek
ραιβός — ή, ό/ ῥαιβός, ή, όν, ΝΜΑ 1. καμπύλος, κυρτός 2. (ιδίως για πρόσ.) αυτός που είναι ραιβόπους, που πάσχει από ραιβοποδία νεοελλ. ιατρ. (για άρθρωση ή μέλος) αυτός που παρουσιάζει στροφή προς τη μέση γραμμή τού σώματος σε μη φυσιολογικό βαθμό.… … Dictionary of Greek
ρυβός — ὁ, Α (κατά τον Ηρωδιαν.) «ῥαιβός». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥυβόν] … Dictionary of Greek
ρόμβος — ῥόμβος, ΝΜΑ, και ῥύμβος Α 1. παραλληλόγραμμο μη ορθογώνιο που έχει τις τέσσερεις πλευρές του ίσες 2. ζωολ. ονομασία διαφόρων ψαριών 3. λόγια ονομασία τής σβούρας 4. ρομβοειδές τμήμα ξύλου το οποίο προσαρμόζεται σε χειρολαβή από τη μία επιμήκη… … Dictionary of Greek
u̯er-3: B. u̯er-b- and u̯er-bh- (*su̯erkʷ-) — u̯er 3: B. u̯er b and u̯er bh (*su̯erkʷ ) English meaning: to turn, bend Deutsche Übersetzung: “drehen, biegen” Material: Gk. ῥάμνος “a kind of briar, Rhamnus paliurus L.” (*ῥαβ νος, *u̯r̥b nos), ῥάβδος “rod, Gerte, staff”, Eol.… … Proto-Indo-European etymological dictionary