1 εὐπροςήγορος
Wörterbuch altgriechisch-deutsch > εὐπροςήγορος
2 εὐ-πρός-ρητος
εὐ-πρός-ρητος, = εὐπροςήγορος, Poll. 5, 138.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > εὐ-πρός-ρητος